Συγχαρητήρια αξίζουν στον Σύλλογο Ποντίων Ευόσμου «Παναγία Κρεμαστή», για την εκδήλωση μνήμης στη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού, που πραγματοποίησε στην πλατεία του Ευόσμου την Κυριακή 24 Μάη. Μια σεμνή και λιτή τελετή όπως άρμοζε στην ημέρα, η οποία άνοιξε με τραγούδια που εκτελέστηκαν όμορφα από την χορωδία του Συλλόγου και έκλεισε με τον πολεμικό χορό των Ποντίων.
Η έκπληξη της εκδήλωσης, ήταν η ομιλία, πραγματική διάλεξη, από τον διδάκτορα της Νεοελληνικής Ιστορίας, κύριο Κώστα Σαρρή για τις κοινωνικο-πολιτικές όψεις της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, μια πραγματικά περιεκτική, αλλά συνάμα ιστορική-επιστημονική ανάλυση, με διάθεση να ακουστούν όλες οι παράμετροι της τραγικής κατάληξης του διωγμού των Ποντίων από τις πατρογονικές εστίες.
Παρακάτω παραθέτουμε ολόκληρη την ομιλία του κυρίου Κώστα Σαρρή:
«Συγκεντρωθήκαµε εδώ, σήµερα, για να τιµήσουµε τα χιλιάδες θύµατα της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισµού. Η 19η Μάη έχει ανακηρυχθεί από το 1994 ως «Ηµέρα Μνήµης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο». Εκείνη την ηµεροµηνία του 1919 ήταν που ο Μουσταφά Κεµάλ (ο οποίος µετέπειτα πήρε το προσωνύµιο Ατατούρκ) αποβιβάστηκε στη Σαµψούντα σηµατοδοτώντας, ουσιαστικά, την έναρξη της δεύτερης, και τελικής, φάσης της ποντιακής γενοκτονίας.
Στις αρχές του 1900, η Οθωµανική Αυτοκρατορία αποτελούσε µία από τις τελευταίες πολυεθνικές αυτοκρατορίες. Χαρακτηριζόταν, µάλιστα, από σαφή καθυστέρηση τόσο στην οικονοµική όσο και στην κρατική, την πολιτική της διάρθρωση. Όταν παντού γύρω της ιδρύονταν και αναπτύσσονταν εθνικά αστικά κράτη, η Οθωµανική Αυτοκρατορία αποτελούσε ένα µεγάλο αναχρονισµό. Ωστόσο, αυτός ο αναχρονισµός υποστηριζόταν από τις µεγάλες δυνάµεις της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Γερµανίας, ακριβώς γιατί ο οθωµανός σουλτάνος συνέχιζε να εξυπηρετεί τα συµφέροντά τους στην Εγγύς και Μέση Ανατολή.
Από την άλλη, την ίδια περίοδο, η οικονοµία της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας βρισκόταν σχεδόν αποκλειστικά σε χέρια µη τουρκικά. Το µεγαλύτερο τµήµα του εµπορικού κεφαλαίου ανήκε σε Έλληνες, Αρµένιους, Εβραίους και Σύριους. „Μετά το 1883, τέσσερις µεγάλοι ελληνικοί τραπεζικοί και εµπορικοί οίκοι της Τραπεζούντας ήλεγχαν µαζί µε το υποκατάστηµα της Τράπεζας Αθηνών σχεδόν όλη την οικονοµία του Ανατολικού Πόντου.“
Σε αυτό το γενικότερο κοινωνικοοικονοµικό πλαίσιο εκδηλώθηκε και επικράτησε το κίνηµα των Νεότουρκων (1908). Πίσω από το αρχικό προσωπείο κάποιων µεταρρυθµίσεων δεν άργησε να φανεί το πραγµατικό πρόσωπο του νεοτουρκικού καθεστώτος. Οι εργατικές και αγροτικές κινητοποιήσεις που πρόβαλλαν κοινωνικά αιτήµατα κατεστάλησαν βίαια από τον οθωµανικό στρατό. Από την άλλη, στο εθνικό ζήτηµα, οι Νεότουρκοι ανακήρυξαν ως επίσηµο δόγµα τους τον «οσµανισµό»: «Τυπικά, “οσµανισµός” σήµαινε ισότητα για όλους τους υπηκόους του σουλτάνου µπροστά στο νόµο, αλλά στην ουσία οι Νεότουρκοι αρνούνταν πως υπάρχει εθνικό ζήτηµα στην Τουρκία και ήθελαν να αφοµοιώσουν µε τη βία τις εθνικές µειονότητες».
Ήταν σαφές πως, µέσω των Νεοτούρκων, η ανερχόµενη τουρκική αστική τάξη διεκδικούσε πλέον το έθνος – κράτος της. Στις εξελίξεις αυτές, βέβαια, δεν αποτέλεσε κάποια ιστορική ιδιοµορφία ή εξαίρεση. Ακολουθούσε µια πορεία η οποία υπήρξε, ως επί το πλείστον, κοινή σε όλες τις αντίστοιχες περιόδους ανάπτυξης των «εθνικών» αστικών τάξεων στην Ευρώπη και αλλού.
Συνεπώς, το εθνικό ζήτηµα και όσα οδήγησαν στη γενοκτονία τόσο των Αρµενίων όσο και των Ποντίων, αλλά και στη Μικρασιατική Καταστροφή, υπήρξαν άρρηκτα συνδεδεµένα µε το ζήτηµα της κυριαρχίας της τουρκικής αστικής τάξης στο γεωγραφικό χώρο της Μικράς Ασίας, τον οποίο η ίδια θεωρούσε «δικό» της και τον διεκδικούσε από τους Ελληνες και Αρµένιους οµολόγους της. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η ακόλουθη δήλωση που διατυπώθηκε κατά τη διάρκεια σύσκεψης παραγόντων του κόµµατος των Νεότουρκων το 1915: «Αν η εξόντωση του αρµενικού στοιχείου, µέχρι και του τελευταίου, είναι αναγκαία για την εθνική µας πολιτική, πολύ περισσότερο είναι αναγκαία για την εδραίωση της εθνικής µας οικονοµίας».
Σε αυτό το εκρηκτικό πλαίσιο, η εµπλοκή των µεγάλων δυνάµεων, για τη διασφάλιση ή επέκταση της οικονοµικής τους διείσδυσης και εκµετάλλευσης της Μικράς Ασίας, λειτούργησε ως πυροκροτητής. Οι Νεότουρκοι, µαζί µε το σουλτανικό καθεστώς, κατέληξαν στο να προωθήσουν τα συµφέροντά τους µέσα από τη συµµαχία τους µε τη Γερµανία, στην οποία παραχώρησαν πολλά οικονοµικά προνόµια. Η σταδιακή όξυνση της σύγκρουσης των Νεοτούρκων µε τη µη µουσουλµανική αστική τάξη και η παραδοσιακή πρόσδεση της τελευταίας στην Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία αντιµετωπίστηκαν από το γερµανικό ιµπεριαλισµό ως σοβαρός, εν δυνάµει κίνδυνος για την κυριαρχία του στις αγορές της Εγγύς και Μέσης Ανατολής.
Και, δυστυχώς, η βίαιη εκτόπιση ή εξολόθρευση ολόκληρων λαών προς εξυπηρέτηση οικονοµικών και πολιτικών συµφερόντων δεν ήταν, ούτε είναι, κάτι το πρωτόγνωρο στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Ήδη το 1911, στο συνέδριο των Νεοτούρκων στη Θεσσαλονίκη πάρθηκε η απόφαση ότι „Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να ολοκληρωθεί η πλήρης οθωµανοποίηση όλων των υπηκόων της Τουρκίας. Και ασφαλώς, είναι ολοκάθαρο ότι αυτό δεν θα µπορέσει να γίνει µε την πειθώ και, κατά συνέπεια, θα πρέπει να προσφύγουµε στην ένοπλη βία… Το δικαίωµα των άλλων εθνοτήτων να έχουν τις δικές τους οργανώσεις θα πρέπει να αποκλειστεί… Οι εθνότητες είναι αµελητέες ποσότητες.“ Οι πραγµατικές διαθέσεις και οικονοµικές στοχεύσεις των Νεοτούρκων φάνηκαν πολύ γρήγορα: την ίδια χρονιά, του 1911, µεθοδεύεται άτυπο εµπορικό µποϊκοτάζ µε στόχο τις ελληνικές και αρµενικές επιχειρήσεις.
Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι του 1912-3 και οι µεγάλες εδαφικές απώλειες που σήµαναν για την Οθωµανική Αυτοκρατορία, αλλά και οι προεργασίες για το ξέσπασµα του Α΄ Παγκόσµιου Πολέµου (1914-8) αποκρυστάλλωσαν την εκκαθαριστική πολιτική των Νεοτούρκων έναντι των µειονοτήτων. Οι διωγµοί εκδηλώθηκαν αρχικά µε τη µορφή σποραδικών κρουσµάτων βίας, καταστροφών, απελάσεων και εκτοπισµών. Πολύ γρήγορα, όµως, έγιναν πιο συστηµατικοί, πιο οργανωµένοι και εκτεταµένοι και στρέφονταν τόσο κατά των Ελλήνων όσο και κατά των Αρµενίων. Εµπνευστής και εγκέφαλος αυτής της επιχείρησης γενοκτονίας τέθηκε ο Μεχµέτ Ταλαάτ, υπουργός των Εσωτερικών, έπειτα από µια σύσκεψη ηγετικών στελεχών της νεοτουρκικής κυβέρνησης, στις 8 Μάη του 1914. Η είσοδος της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσµιο Πόλεµο στο πλευρό των Γερµανών σήµαινε ότι οι σχεδιασµοί της τουρκικής αστικής τάξης και των Νεοτούρκων σε βάρος των µειονοτήτων έπρεπε να επιταχυνθούν. Καθόλου τυχαία, η περίοδος του Α΄ Παγκόσµιου Πολέµου, 1914-9, θεωρείται η πρώτη από τις δύο φάσεις της γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισµού.
Ένα από τα χαρακτηριστικά αυτής της πρώτης φάσης ήταν η επιστράτευση και τα τάγµατα εργασίας. Στις 20 Ιουλίου 1914 κηρύχτηκε γενική επιστράτευση όλων των εθνών της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Πολλοί Πόντιοι, µη θέλοντας να καταταγούν στον οθωµανικό στρατό, κρύβονταν, ενώ πολλοί από εκείνους που στρατεύτηκαν, λιποτακτούσαν. Ο λόγος ήταν, φυσικά, τα τάγµατα εργασίας. Τα επονοµαζόµενα και αµελέ ταπουρού επανδρώνονταν από χριστιανούς στρατιώτες και στέλνονταν στα βάθη της Μικράς Ασίας, υποτίθεται για να κάνουν στρατιωτικά έργα. Ωστόσο, ήταν τόσο άθλιες οι συνθήκες ζωής, τόσο λίγη η τροφή και τόση η κακοµεταχείριση, ώστε ελάχιστοι επέζησαν. Τα αµελέ ταπουρού ήταν, στην πραγµατικότητα, τάγµατα εξόντωσης των στρατευµένων χριστιανών. Σοβαρό µερίδιο ευθύνης είχαν και οι γερµανοί στρατιωτικοί εµπειρογνώµονες που έδωσαν τη συγκατάθεσή τους στην ίδρυση των ταγµάτων εργασίας, ενώ συµβούλευσαν τους Νεότουρκους και για τη µαζική εκτόπιση µεγάλου αριθµού χριστιανικών πληθυσµών από τα µικρασιατικά παράλια επικαλούµενοι αµυντικούς λόγους.
Μεταξύ 1915-6 η Γενοκτονία των Αρµενίων είχε ολοκληρωθεί, ενώ στον Πόντο οι διωγµοί έπαιρναν τραγικές διαστάσεις. Το κύµα µαζικών διώξεων ξεκίνησε στον Πόντο µε την µορφή εκτοπίσεων το 1915, παράλληλα µε τη γενοκτονία των Αρµενίων. Οι εκτοπίσεις συνεχίζονταν και κατά την εποχή που τα ρωσικά στρατεύµατα εισήλθαν στην Τραπεζούντα, στις αρχές του 1916. Ιδιαίτερα µε το πρόσχηµα ότι οι Πόντιοι υποστήριζαν τις κινήσεις των Ρώσων, µεγάλος αριθµός κατοίκων από τις περιοχές της Σινώπης και της Κερασούντας εκτοπίστηκαν στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Ύστερα από την συνθηκολόγηση της Ρωσίας και την απόσυρση του ρωσικού στρατού από την περιοχή, οι διώξεις εντάθηκαν.
Η τροµοκρατία, τα τάγµατα εργασίας, οι εξορίες, οι εκτελέσεις, οι πυρπολήσεις χωριών και πόλεων, οι βιασµοί και οι δολοφονίες ανάγκασαν τους Έλληνες του Πόντου να ανεβούν στα βουνά οργανώνοντας αντάρτικο, για να προστατεύσουν τον άµαχο πληθυσµό. Το Ποντιακό Αντάρτικο έδρασε κυρίως στο Δυτικό Πόντο, ενώ στον Ανατολικό είναι γνωστό το αντάρτικο της Σάντας. Γύρω στα 1921, υπολογίζεται πως οι Πόντιοι αντάρτες στο σύνολό τους ανέρχονταν σε πάνω από 12.000 άνδρες. Κατά κοινή οµολογία, τα θύµατα της γενοκτονίας θα ήταν πολύ περισσότερα, αν δεν υπήρχαν οι ηρωικοί αντάρτες του Πόντου.
Η ήττα της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας κατά τον Α΄ Παγκόσµιο Πόλεµο έφερε µια προσωρινή ανάπαυλα στους διωγµούς. Ωστόσο, δεν θα διαρκέσει για πολύ. Μόλις 4 ηµέρες µετά την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σµύρνη, στις 19 Μαΐου 1919, αρχίζει η δεύτερη και σκληρότερη φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας.
Ο Μουσταφά Κεµάλ αποβιβάζεται στη Σαµψούντα ως απεσταλµένος της οθωµανικής κυβέρνησης, µε την ιδιότητα του επιθεωρητή της «Παραινετικής Επιτροπής» και µε την εντολή να αποκαταστήσει την τάξη στην περιοχή του Πόντου όπου, κατά την αναφορά του Άγγλου φρούραρχου στη Σαµψούντα, τα ελληνικά χωριά δέχονταν συνεχώς επιθέσεις από τουρκικές συµµορίες. Αντ’ αυτού, ο Κεµάλ, µε τη βοήθεια µελών του Νεοτουρκικού Κοµιτάτου, συγκροτεί τη µυστική εθνικιστική οργάνωση “Mutafai Milliye” και θέτει ως γενικό αντιπρόσωπό του στην παραλιακή ζώνη του Πόντου τον Τοπάλ Οσµάν. Υπό την ηγεσία του Τοπάλ Οσµάν θα διενεργηθούν µαζικές επιχειρήσεις εξόντωσης κατά του τοπικού, ποντιακού πληθυσµού.
Καθώς ο νέος Ελληνο-τουρκικός Πόλεµος µαίνεται και το ελληνικό εκστρατευτικό σώµα προελαύνει προς την Άγκυρα, ο Κεµάλ συνεχίζει τους διωγµούς στον Πόντο µε µεγαλύτερη ένταση. Στήνονται στις πόλεις του Πόντου τα διαβόητα „έκτακτα δικαστήρια ανεξαρτησίας“, που καταδικάζουν και εκτελούν. Οι διαµαρτυρίες και οι εκκλήσεις από τον Πόντο, αλλά και από τις ποντιακές οργανώσεις του εξωτερικού, µένουν χωρίς αποτέλεσµα. Επί της ουσίας κανείς δεν πρόκειται να παρέµβει. Ο Ποντιακός Ελληνισµός θα αφεθεί αβοήθητος στον εξανδραποδισµό και την προσφυγιά.
Οι Έλληνες του Πόντου, γύρω στα 1914, ανέρχονταν σε πάνω από 700.000 ανθρώπους. Από αυτούς υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 350.000 – δηλαδή το 50% – ήταν τα ανθρώπινα θύµατα της Ποντιακής Γενοκτονίας µεταξύ 1914-23. Ο επίλογός της θα γραφτεί µε τη Συνθήκη της Λοζάνης (του 1923) για την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσµών µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Ο βίαιος ξεριζωµός από τον Πόντο θα ολοκληρωθεί µε την αναγκαστική προσφυγιά των επιζώντων της τραγωδίας. Κανείς Πόντιος δεν αποµένει στην ιστορική του πατρίδα, εκτός από όσους είχαν εξισλαµιστεί ανά τους αιώνες. Ένα τµήµα των Ελλήνων Ποντίων καταφεύγει στις γειτονικές σοβιετικές δηµοκρατίες, ενώ η πλειονότητά τους µεταφέρεται στην ελληνική Μακεδονία και Θράκη. Οι Έλληνες πρόσφυγες που ήλθαν µόνο από τον Πόντο στην Ελλάδα ανέρχονται, κατά τους υπολογισµούς της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, σε 325.000 έως 400.000 άτοµα.
Η γενοκτονία των Ελλήνων στον Πόντο, όπως και εκείνη των Αρµενίων αλλά και µικρότερων λαών της Μικράς Ασίας, υπήρξε το αποτέλεσµα της ανάγκης της τουρκικής αστικής τάξης να ιδρύσει το δικό της έθνος-κράτος µε κάθε κόστος. Σε αυτό το πλαίσιο εντασσόταν η απόφαση των Τούρκων εθνικιστών να επιλύσουν το εθνικό πρόβληµα του νέου τους κράτους µέσα από τη φυσική εξαφάνιση γηγενών εθνοτήτων. Στην περίπτωση των χριστιανικών λαών, Ελλήνων και Αρµενίων, αυτό συνεπαγόταν γενοκτονία και υποχρεωτική έξοδο των επιζώντων, ενώ στην περίπτωση των µουσουλµανικών λαών, όπως οι Κούρδοι, αυτό µεταφράστηκε σε πολιτική βίαιης τουρκοποίηση εντός της, νεοϊδρυθείσας, τουρκικής επικράτειας. Οι µεγάλες δυνάµεις της εποχής όχι µόνο ανέχτηκαν τα εγκλήµατα που διαπράττονταν επικαλούµενες υποκριτικά την ουδετερότητα, αλλά σε πολλές περιπτώσεις ήταν εκείνες που τα υποδαύλιζαν, για χάρη των δικών τους οικονοµικών και πολιτικών συµφερόντων στην ευρύτερη περιοχή.
Η οριστική, η πραγµατική δικαίωση για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισµού – όπως και για τις γενοκτονίες όλων των άλλων λαών παντού στη Γη – θα έρθει µόνο όταν πάψουν οι πόλεµοι και τα συµφέροντα που τους προκαλούν. Όταν όλοι οι λαοί αδελφωµένοι θα παλεύουν για την κοινή προκοπή τους, χωρίς µίση και ανταγωνισµούς. Και ο Ποντιακός Ελληνισµός αποτελεί παράδειγµα προς µίµηση από αυτήν την άποψη, γιατί παρά τις καταστροφές που υπέστη, παρά τον απέραντο πόνο και την προσφυγιά, µπόρεσε να ορθοποδήσει, µπόρεσε να προκόψει στην Ελλάδα και να κρατήσει τις ιδιαίτερες παραδόσεις και την ιστορία του.
Είναι χαρακτηριστικός, ως προς αυτό, ο στίχος του ποντιακού δηµοτικού τραγουδιού: «Η Ρωµανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο!» Στίχος που θυµίζει και ένα από τα 18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας του Γιάννη Ρίτσου:
[Κουβέντα µε ένα λουλούδι]
Κυκλάµινο-κυκλάµινο στου βράχου τη σχισµάδα, πού βρήκες χρώµατα κι ανθείς, πού µίσχο και σαλεύεις;
Μέσα στο βράχο σύναξα το γαίµα στάλα-στάλα, µαντήλι ρόδινο έπλεξα κι ήλιο µαζεύω τώρα.»