Ανακοίνωση εξέδωσε η «Δημοκρατική Ενότητα Γονέων Κορδελιού Εύοσμου» με την οποία ζητάει την άμεση απόσυρση του σχεδίου εφαρμογής μεταλυκειακού έτους – τάξης μαθητείας από το υπουργείο Παιδείας και καταγγέλλει την Ένωση Γονέων και Κηδεμόνων Κορδελιού Ευόσμου ότι έχει αναλάβει ρόλο διαμεσολαβητή του υπουργείου. Αναλυτικά η ανακοίνωση είναι η παρακάτω:
«Την άμεση απόσυρση του σχεδίου εφαρμογής μεταλυκειακού έτους – τάξης μαθητείας από το υπουργείο Παιδείας και την κυβέρνηση ζητά η «Δημοκρατική Ενότητα Γονέων Κορδελιού Εύοσμου», μετά τις οδηγίες υλοποίησης του σχεδίου που εξέδωσε το υπουργείο Παιδείας και την ανακοίνωση σε ρόλο διαμεσολαβητή της Ένωσης Γονέων και Κηδεμόνων Κορδελιού Εύοσμου “Αριστοτέλης”.
Είναι αυταπάτη ότι με μέτρα που θα φέρνουν πιο κοντά το σχολείο με την επιχείρηση, με την προσαρμογή του περιεχομένου του σχολείου στις τρέχουσες ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων θα αντιμετωπιστεί ή θα μετριαστεί η ανεργία. Δεν είναι οι “λειψές” δεξιότητες των αποφοίτων που φταίνε για την ανεργία αλλά η ίδια η οικονομία που λειτουργεί με βάση το κέρδος και η οποία, ειδικά σε φάσεις καπιταλιστικής κρίσης, σπρώχνει στην ανεργία μαζικά εργαζόμενους, ανεξάρτητα από τα τυπικά προσόντα και τις “επαγγελματικές δεξιότητες” που διαθέτουν. Δεν είναι τυχαίο ότι στη χώρα μας η ανεργία ξεπερνά το 45% σε νέους με υψηλά ή πολύ υψηλά τυπικά προσόντα.
Με την υλοποίηση του συγκεκριμένου σχεδίου δίνονται νέες επιδοτήσεις και κίνητρα στις επιχειρήσεις με το 65% της αμοιβής των μαθητευόμενων να επιδοτείται από το κράτος. Η μαθητεία έρχεται να λύσει μέσα σε άλλα και την ανακύκλωση του εργατικού δυναμικού. Δεν απαντά σήμερα στην ανάγκη των νέων για μόνιμη και σταθερή δουλειά με δικαιώματα.
Η μαθητεία δεν δίνει λύση στο πρόβλημα της ανεργίας, ούτε είναι προοδευτική απάντηση στην αντικειμενική σύνδεση της εκπαίδευσης με την οικονομία. Είναι όμως αναγκαία για τις επιχειρήσεις και το κράτος, γιατί παρέχεται με ελάχιστο κόστος, αυξάνοντας παράλληλα την κερδοφορία και καλύπτοντας, μάλλον καλύτερα κουκουλώνοντας, υπαρκτές ανάγκες. Οι διευθυντές έχουν καταντήσει μεσάζοντες, ψάχνοντας επιχειρήσεις που θα δεχτούν τους μαθητές διασφαλίζοντας τη μαθητεία, που είναι ένα σύγχρονο κάτεργο στο οποίο οι μαθητές δουλεύουν σαν σύγχρονοι σκλάβοι, ελπίζοντας ότι μετά το πέρας της μαθητείας θα παραμείνουν στην εκάστοτε επιχείρηση(πουθενά δεν έχουμε τέτοια στοιχεία που να δείχνουν ότι οι μαθητές -εργαζόμενοι μένουν).
Είναι άλλο πράγμα η ανάγκη της πρακτικής άσκησης και άλλο η μαθητεία. Η μαθητεία απαξιώνει την εργατική δύναμη γιατί μαθαίνει τον εργαζόμενο να δουλεύει σε πολύ συγκεκριμένα εργαλεία τα οποία αλλάζουν, λόγω της γρήγορης ενσωμάτωσης της επιστήμης στην παραγωγική διαδικασία, αλλά και λόγω της δουλειάς στη βάση των εργαλείων και τεχνικών που αξιοποιούν οι επιχειρήσεις.
Δεν μας είναι αδιάφορη η πιεστική πραγματικότητα ούτε η επαγγελματική προοπτική των παιδιών μας. Γνωρίζουμε ότι ακόμα και αυτοί οι απαράδεκτοι όροι της λεγόμενης “μαθητείας” φαντάζουν ως μια, έστω και προσωρινή, διέξοδος για πολλούς αποφοίτους των ΕΠΑΛ. Ως γονείς πρέπει να παλεύουμε στο πλευρό της νέας γενιάς για μόρφωση και ζωή, για δουλειά με δικαιώματα.
Την ίδια στιγμή που προωθείται αποφασιστικά το 4ο Μεταλυκειακό έτος – Τάξη Μαθητείας, συνεχίζεται η υποβάθμιση του περιεχομένου του βασικού προγράμματος στα ΕΠΑΛ, με τις δεκάδες χαμένες διδακτικές ώρες εξαιτίας των κενών, τα τμήματα που κλείνουν ή συγχωνεύονται, τα βιβλία που λείπουν και αναγκάζουν καθηγητές και μαθητές να κάνουν το μάθημα από φωτοτυπίες, τα προβλήματα στη μεταφορά των μαθητών, τα απαρχαιωμένα ή ακόμα και ανύπαρκτα εργαστήρια χωρίς την απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή. Ειδικά το τελευταίο αποτελεί ακόμα μια απόδειξη ότι ο πραγματικός στόχος της κυβέρνησης δεν είναι η ουσιαστική αναβάθμιση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και η στήριξη των μαθητών, αλλά η ικανοποίηση των αναγκών της κάθε επιχείρησης.
Το σχολείο, ο σύλλογος διδασκόντων οι σύλλογοι και οι ενώσεις γονέων δεν πρέπει να αναλάβουν το ρόλο του διαμεσολαβητή με τις επιχειρήσεις και την αγορά εργασίας αλλά αγωνιστικά να διεκδικήσουν, η εργασιακή – επαγγελματική πρακτική άσκηση των αποφοίτων να γίνεται μετά την ολοκλήρωση του σχολείου, με ευθύνη του κράτους, χωρίς περιορισμούς και κριτήρια και για όσους το επιθυμούν, με το σχολείο να αναλαμβάνει μόνο το κομμάτι της καθαρά εκπαιδευτικής διαδικασίας μέσα από σύγχρονες υποδομές και εργαστήρια, με εκπαιδευτικούς που θα έχουν μόνιμη και σταθερή δουλειά.»