Συζητάς με τον ποιητή για ένα θέμα που θεωρητικά εκείνος το αγνοεί. Εσύ γνώριζες το γενικότερο θεωρητικό πλαίσιο. Τις τελευταίες ημέρες έμαθες και πιο εξειδικευμένα πράγματα, που τώρα συζητάς με τον ποιητή καθώς κάθεστε και οι δυο γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι μεσαίου μεγέθους πάνω στο οποίο υπάρχει αναμμένη μια λάμπα πετρελαίου.
Περίεργο σκηνικό και πολύ σκοτεινό. Το πρόσωπο του ποιητή όμως φωτίζεται από το φως της λάμπας και φαίνεται πεντακάθαρα. Όλο το βράδυ συζητάτε αυτό το περίεργο θέμα. Είχες συναντήσει κι άλλες φορές τον ποιητή αλλά πρώτη φορά έκατσες τόση ώρα μαζί του κι εσύ αντί να συζητήσεις με αυτόν τίποτα πιο σπουδαίο, μιλάς για ένα περίεργο θέμα. Προφανώς σου έγινε έμμονη ιδέα τις τελευταίες ημέρες και παρέσυρες σ’ αυτήν τη συζήτηση και τον ποιητή.
Το φως της λάμπας αρχίζει να σβήνει. Πέρασε η ώρα. Ίσως να κούρασες κιόλας τον ποιητή με αυτό το παράταιρο θέμα που συζήτησες μαζί του. Σηκώνεσαι για να φύγεις. Ο ποιητής όμως δεν θέλει να σ’ αφήσει. Τελικά δεν τον κούρασες με το θέμα που επέλεξες να κουβεντιάσετε. Τελικά του φάνηκε ενδιαφέρουσα η ανάλυση για τον τρόπο με τον οποίο τα θηλαστικά καταφέρουν να μείνουν ζωντανά μετά τη γέννα, αλλά μέχρι να συζητήσεις και να κατανοήσεις τη σπουδαιότητά του, τις κοινωνικές και κοινωνιολογικές του προεκτάσεις σού φαίνεται μια απλή μηχανιστική διαδικασία.
Σκέφτεσαι να κάτσεις ξανά, αλλά μπορεί ο ποιητής να μην θέλει να σ’ αφήσει να φύγεις μόνο από ευγένεια. Πρέπει να φύγεις. Άλλωστε το φως της λάμπας πετρελαίου σχεδόν έσβησε. Χαιρετάς τον ποιητή, ανοίγεις την πόρτα και καθώς ετοιμάζεσαι να εξέλθεις του χώρου του, ακούς τη φωνή του να σου λέει ότι καλά είναι την επόμενη φορά να τα πείτε από πιο κοντά. Πόσο πιο κοντά αναρωτιέσαι, αφού καθόσασταν στο ίδιο τραπέζι. Γυρίζεις να κοιτάξεις τον ποιητή, αλλά η λάμπα έχει σβήσει και έχει απλωθεί βαθύ σκοτάδι.
Στρέφεις να φύγεις, αλλά το ίδιο σκοτάδι επικρατεί και έξω. Ταράζεσαι. Προσπαθείς να καταλάβεις τι γίνεται. Πρέπει να βρεις τρόπο να βγεις από το σκοτάδι. Πρέπει να βγεις. Καταλαβαίνεις ότι πρέπει να βγεις. Αλλά πάλι γιατί να βγεις; Ακούγεται πάλι η φωνή του ποιητή που σου λέει ότι αν θέλεις μπορείς να μείνεις εκεί. Αντιλαμβάνεται ότι πασχίζεις να βγεις. «Για το θάνατό μου μην κατηγορήσετε κανένα και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά… Το επεισόδιο θεωρείται λήξαν» ακούγεται ξανά η φωνή του ποιητή.
Ανοίγεις τα μάτια καθώς κατάφερες να βγεις. Κοιτάζεις γύρω σου. Βλέπεις. Ακούς. Αισθάνεσαι παράταιρος. Αναρωτιέσαι ποιο ήταν το όνειρο. Αυτό με τον ποιητή όταν είχες κλειστά τα μάτια ή αυτό που ζεις με ανοιχτά τα μάτια. Αναρωτιέσαι γιατί δεν έμεινες με τον ποιητή. Τελικά μάλλον πρέπει να τα πείτε από πιο κοντά, όπως σου πρότεινε. Τελικά η πρότασή του δεν ήταν παράταιρη. Παράταιρο είναι που παραμένεις.
Κ. Νότνολ