Πάντα το marche funebre -έτσι το είχε γραμμένο στις παρτιτούρες ο αρχιμουσικός- μου άρεσε περισσότερο παιγμένο από Φιλαρμονική Ορχήστρα. Ήθελα να ακούω τη μουσική από τα χάλκινα πνευστά, ίσως γιατί αναζητούσα χαλκό, ίσως γιατί μου άρεσε η μουσική, ίσως και τα δύο. Το πιάνο με συναρπάζει και το συγκεκριμένο έργο έχει γραφτεί για πιάνο. Όμως το αγαπούσα και το αγαπάω ακόμη παιγμένο από χάλκινα πνευστά, από ξύλινα πνευστά και από κρουστά. Ακούγεται πιο επιβλητικό και ανοίγει το δρόμο για τη φυγή είτε προς το σκοτάδι της εισαγωγής είτε προς το φως του «τρίο».
Με συναρπάζει ακόμη εκείνος ο ήχος. Βηματίζαμε και ανεβαίναμε σκαλοπάτια προς τον ουρανό. Αποχαιρετούσαμε γαλήνια για τελευταία φορά είτε μεταφορικά, είτε κυριολεκτικά. Τη Μεγάλη Παρασκευή τα πράγματα ήταν πιο εύκολα γιατί δεν ακούγονταν φωνές και κλάματα. Βέβαια και στις άλλες περιπτώσεις, στο άκουσμα του marche funebre σταματούσαν όλα και ακουγόταν μόνο η μπάντα. Γαλήνευε η ψυχή αυτών που αποχαιρετούσαν τον άνθρωπό τους, ακόμη κι αν αυτός ήταν πολύ μικρός σε ηλικία.
Αν με ρωτούσαν τι θα ήθελα να ξανακάνω πριν φύγω, σίγουρα θα απαντούσα ότι θα ήθελα να ξαναπαίξω χάλκινο πνευστό Μεγάλη Παρασκευή. Η Μεγάλη Παρασκευή είναι η πιο ωραία μέρα του χρόνου. Ημέρα κατάνυξης και περισυλλογής και οι ήχοι του marche funebre έρχονται και δένουν τέλεια με τη μελωδία από την τρίτη στάση, με τη μελωδία του «ω γλυκή μου έαρ». Δυστυχώς η Μεγάλη Παρασκευή περνάει γρήγορα και δυστυχώς κάποτε μας τελειώνουν οι Μεγάλες Παρασκευές. Θα ήθελα όμως να σταθώ, όπως παλιά, για μια τελευταία φορά ανάμεσα στα χάλκινα πνευστά που θα παίζουν το marche funebre κι ας μην είναι Μεγάλη Παρασκευή κι ας μην παίζω ο ίδιος κι ας είμαι ένας κομπάρσος, που απλά θα κρατάει για τελευταία φορά χάλκινο πνευστό!
Β.Μ.