Κάποτε στη φράση «take care of yourself» ερχόμουν σε εγρήγορση. Τη φράση την έλεγε ο Βραχάτ, όπως τον έλεγε η Χρύσα. Άμα σου έλεγε ο Βραχάτ να προσέχεις, ερχόσουν σε εγρήγορση, έπρεπε να προσέχεις. Όταν σου έλεγε αυτό ο Βραχάτ, έπρεπε να απαντήσεις, έπρεπε να του πεις ότι θα προσέχεις. Ήταν κάτι σαν δέσμευση προς τον δάσκαλο ότι θα έχεις το νου σου στα πάντα και ότι θα έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα. Καμιά φορά τον ρωτούσα γιατί το έλεγε αυτό, επειδή δεν τη χρησιμοποιούσε πάντα αυτή τη φράση αλλά μόνο κάποιες φορές. Ήταν φορές που ήξερα ότι είχε λόγο να το πει και φορές που νόμιζα ότι δεν χρειαζόταν γιατί δεν φαινόταν να υπάρχει κάποιος λόγος. Μου απαντούσε επαναλαμβάνοντας την ίδια φράση και έπρεπε να πάρει απάντηση, χωρίς άλλες ερωτήσεις.
Ακούγοντας τη φράση «να προσέχεις» προ ολίγου δεν νοιάστηκα καθόλου. Θα μπορούσα να έρθω σε εγρήγορση, θα μπορούσε να πάει το μυαλό μου σε χίλια δυο, αλλά δεν με νοιάζει καθόλου να σκεφτώ για να πάει οπουδήποτε. Βαρέθηκα να απαντήσω, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν ήταν ο Βραχάτ για να υποχρεούμαι να δώσω απάντηση. Αν απαντούσα θα έλεγα ότι δεν πρόκειται να προσέχω τίποτα, γιατί δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα και ότι είμαι ελεύθερος. Θα έλεγα επίσης «Θάνατος εδώ κι ανθρωποσφαγή. Τούτ’ η μαύρη γη κόκκινη πληγή». Από τι να προσέχω κιόλας; Μήπως αφηρημένος καθώς περπατώ με πατήσει κανένα αυτοκίνητο; Πρόλαβε οδοστρωτήρας και είχε οδηγό που καθώς προσπαθούσε να με πατήσει μου φώναζε να προσέχω μην με πατήσουν άλλοι. Ήθελε την αποκλειστικότητα!
«Μέσα στην καρδιά κόβω κάθε τι που με συγκρατεί με τη λάσπη αυτή» (Μπάρμπα Κώστας, όπως και τα πιο πάνω εισαγωγικά).
Άτ. Γ