Μ – Να αναπνέεις ή να μην αναπνέεις. Αυτή είναι η ερώτηση. Να λες, πρέπει να κρατήσω την αναπνοή μου μέσα σε αυτήν την ζοφερή κοινωνία ή να πιστέψω ότι μία νέα πνοή, μία υπόσχεση ψεύτικη μπορεί να μου λύσει το πρόβλημα;
Ο- Γιατί σε βασανίζει τόσο καιρό αυτό το ερώτημα Μάκβεθ βασιλιά μου; Τι είναι αυτό που σε κάνει να χάνεις την ελπίδα σου και να βλέπεις δίχως μέλλον αυτό το βασίλειο;
Μ- Αναρωτιέμαι Οθέλλο τι συμφέρει στον φτωχό άνθρωπο που κατοικεί εδώ και επέλεξε να φτιάξει το βιός του, που τον εμπαίζουν και τον κοροϊδεύουν κάποιοι τωρινοί ανίκανοι και πλάνοι προύχοντες. Να πάσχει να αντέχει σωπαίνοντας τις πληγές που δεν λένε χρόνια τώρα να κλείσουν από μια μοίρα πού τον ταπεινώνει χωρίς κανένα έλεος ή να πάρει την τύχη στα χέρια του και να επαναστατεί; Να αντισταθεί στην ατέλειωτη παλίρροια των λυπημένων κόπων του ή να σκύψει το κεφάλι και να ανασαίνει γιατί οι διατακτικές που του πετάνε στα μούτρα το προστάζουν και όχι η ψυχή;
Ο- Αλλοίμονο βασιλιά μου σε αυτούς που κορόιδεψαν τον ταλαίπωρο κόσμο και φοράνε τα λαμέ κοστούμια και τους μεγάλους σταυρούς κρεμασμένους στον λαιμό τους χωρίς ντροπή για να γιορτάσουν καμαρωτοί λέει το αίμα που δίνουν άνθρωποι άξιοι, όταν δεν σέβονται το αίμα που φτύνει ο λαός από τον βήχα της δυσοσμίας. Υποκρισία δεν είναι αυτό;
Μ – Θυμήσου Οθέλλο τι έλεγαν στους χωρικούς όταν βάδιζαν τον δρόμο να φτάσουν στο βασίλειο τους. Αξίες πετούσαν στο πέρασμα τους και υποσχέσεις, ότι πρώτος τον λόγο θα έχει ο πολίτης. Καημένοι και ταλαίπωροι, μέσα στην φτώχεια και χωρίς μέλλον, τώρα τι φωνάζετε που η αναπνοή σας κλείνει και οι ζωές σας είναι μέσα στην μαύρη καπνιά; Μην αναρωτιέστε τίποτε, άξιοι της μοίρας σας είστε άνθρωποι. Ποιος προτιμάει να ζει ρημάζοντας μέσα στον χρόνο, να τον αδικεί ο ισχυρός, να τον συντρίβει ο επηρμένος, τον αδιάφορο να ανέχεται, την ύβρη της εξουσίας, τη νύστα του νόμου. Να νικά ο ανάξιος τον άξιο. Να βολεύεται το παιδί του άρχοντα και ο κάθε συγγενής, με νόμους που δεν έχουν ηθική αλλά αυτοί ηθική δίδασκαν, στο όνομα της ηθικής κέρδισαν τη νίκη, αφού τους έκαναν να πιστέψουν ότι μόνο αυτοί είναι οι ηθικοί. Ποιος θα άντεχε να κουβαλάει το ασήκωτο βάρος της ζωής, να σέρνεται να ερημώνει να στραγγίζει ιδρώτας η ψυχή του αν δεν ήταν ο τρόμος της φτώχειας που σε αυτόν τώρα ποντάρουν, στην πείνα κτίζουν το όραμα τους και έτσι μοιράζουν ευτυχία γιατί δεν μπορούν να κάνουν το βασίλειο τους ευτυχισμένο, οι ανίκανοι δυστυχισμένοι!!
Ο – Μην είναι ο φόβος βασιλιά μου Μάκβεθ που ταράζει την θέληση και θέλει να είναι ο εχθρός σου γνώριμος παρά να δεις να έρχεται καταπάνω σου το αγνώριστο; Το τέλος είναι βέβαιο για όλους, δεν το γλυτώνει κανένας, αλλά αν δεν είναι η συνείδηση που μας κάνει όλους δειλούς, τότε τι είναι;
Μ – Είναι ο θρόνος που θέλουν να κρατήσουν αξιωματικέ μου Οθέλλο χωρίς να τους νοιάζει πως ζει ο άλλος. Είναι η εκμετάλλευση και το πάθος της εξουσίας που κάνει τον προσωρινό ηγέτη κτήνος τυφλό και δεν σκέπτεσαι τίποτα. Η φύση να θυμάσαι ποτέ δεν έδωσε στην εκμετάλλευση μια λειτουργία θανάτου, δεν έχει όργανο για το άγνωστο. Γι’ αυτό και υπάρχει πάντα. Αλλοίμονο σε αυτούς που φοράνε μεγάλο το σταυρό τους και υμνούν τον Θεό, αλλά τον εξοργίζουν γιατί κάτω από την ευχή τους βλέπουν την αδικία και την υπηρετούν. Καμαρώνουν μπροστά στο μεγαλείο της εφήμερης δόξας που δεν είχαν ποτέ, υποκριτές ότι θέλουν να κερδίσουν την βασιλεία των ουρανών, ψεύτες με χαμόγελα χαράς, δίπλα σε ανθρώπους που θυμόντουσαν το καλό, για να κάνουν μεγάλα πλούτη.
Ο – Θα κρατήσει πολύ αυτό Βασιλιά μου; Αλήθεια είναι ότι έχουμε δει καλύτερες μέρες. Η ανέχεια που μας παιδεύει, ο λόγος της μιζέριας μας, είναι για αυτούς ένα κατάστιχο για να υπολογίζουν πιο καλά την αφθονία τους. Όσα τραβάμε εμείς κέρδος δικό τους είναι! Εκδίκηση ας πάρουμε με τα δόρατά μας προτού γίνουμε τσουγκράνες.
Μ – Να είστε όλοι υπομονετικοί, γιατί ο κόσμος είναι ευρύς. Το σπαθί ετοιμάζεται και θα είναι ισχυρό. Η φωτιά άναψε και το σίδερο δουλεύεται. Αλλοίμονο στα κεφάλια αυτών που θα πέσει, γιατί κανένα ψέμα τους δεν θα μείνει κρυφό, καμία αδικία δεν θα σκεπάσει το χώμα. Τόπο να κρυφτούν δεν θα έχουν.
Titus Andronicus