Διάβασα μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα ένα κείμενο για ένα παιδάκι που πριν συμπληρώσει τα τρία του χρόνια διαγνώστηκε με μεγάλο όγκο στο κεφάλι και έκανε επέμβαση. Το παιδάκι σώθηκε, αλλά έχασε το φως του. Όταν γύρισαν στο σπίτι ρώτησε τον πατέρα του: «Μπαμπά, πότε θα ανάψουμε τα φώτα;»
Καθώς πλησιάζει η ώρα της Ανάστασης σκέφτομαι πως το παιδάκι είχε μάθει στο φως και ξαφνικά έπεσε στο σκοτάδι. Επειδή όμως ήξερε πώς είναι το φως, περίμενε να ανάψουν τα φώτα. Και τι δεν θα έδινε αυτό το παιδάκι να ανάψουν αυτά τα πολυπόθητα φώτα. Και τι δεν θα έδινε…
Καθώς πλησιάζει η ώρα της Ανάστασης σκέφτομαι πόσος κόσμος ρίχνει μόνος του τον εαυτό του και τους γύρω του στο σκοτάδι χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος, σκέφτομαι πόσος κόσμος δεν εκτιμάει το φως που χαίρεται και δεν εκτιμάει όσους απλόχερα προσθέτουν στο φως που έχει έτσι κι αλλιώς.
Εκείνο το παιδάκι και τι δεν θα έδινε να ανάψουν τα φώτα για μια μόνο στιγμή και να δει το στάδιο να το ζητωκραυγάζει. Την ίδια στιγμή έχει μίζερους που χωρίς λόγο σβήνουν τα φώτα ρίχνοντας τον εαυτό τους και άλλους στο σκοτάδι γιατί δεν μπορούν να χαρούν το φως, γιατί δεν ευχαριστιούνται να χαρούν το φως.
Από τη μια το παιδάκι που αναζητά το φως και από την άλλοι μίζεροι που αναζητούν το σκοτάδι γιατί θεωρούν δεδομένο το φως. Ίσως βέβαια να μην φταίνε αυτοί, όπως έλεγε ο μεγάλος ποιητής. Ίσως απλά τόσο να είναι το μπόι τους. Το μπόι, όχι το ύψος τους, γιατί το μπόι ενός ανθρώπου προσδιορίζεται από τον ίδιο και δεν του δίνεται από τη φύση όπως το ύψος.
Καθώς πλησιάζει η ώρα της Ανάστασης ας βοηθήσουμε όπου μπορούμε να ανάψουνε τα φώτα που είναι σβηστά και ας μην προσπαθούμε να σβήσουμε αυτά που είναι αναμμένα. Είναι μεγάλο πράγμα το φως. Είναι ζωή το φως. Καλή Ανάσταση.
Κ. Νότνολ