Πέρσι την Αποκριά ήταν η αρχή του κακού. Τις απαγορεύσεις του καρναβαλιού τις έζησαν σίγουρα πιο έντονα οι πόλεις που έχουν καρναβάλι και είχαν προετοιμαστεί γι’ αυτό. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο αλλά το βιώσαμε με υπομονή. Το περσινό Πάσχα ήταν παράξενο, αλλά κι εκείνο το βιώσαμε με υπομονή για να μην ζήσουμε εικόνες παρόμοιες που βλέπαμε στην Ιταλία και την Ισπανία. Παράξενα ήταν και τα Χριστούγεννα, αλλά κι αυτά τα ζήσαμε με υπομονή για να βγούμε από το τούνελ της πανδημίας.
Αύριο ξεκινάει το τριήμερο της Αποκριάς. Κανονικά σήμερα πολλοί θα ξεκινούσαν να δουν τους δικούς τους ανθρώπους σε κάποια άλλη πόλη, σε κάποιο χωριό. Κάποιοι άλλοι θα ξεκινούσαν να πάνε σε πόλεις που διοργανώνουν καρναβάλι. Όσοι θα έμεναν πίσω στις πόλεις τους, σίγουρα θα μαζεύονταν με δικούς τους ανθρώπους. Αυτό φέτος δεν ισχύει.
Φέτος ο καθένας θα κλειστεί στο σπίτι του και ας λέει η πολιτεία ότι πολύς κόσμος συναντιέται κρυφά. Ποιος άραγε έχει όρεξη να συναντιέται κρυφά; Αραιώσαμε τις επαφές ακόμα και με τους ανθρώπους που μπορούμε να βρεθούμε. Δεν υπάρχει διάθεση και επιπλέον υπάρχει μεγάλη ψυχολογική πίεση και εκνευρισμός. Δεν έχεις όρεξη ούτε αλκοόλ με μπόλικο νερό να ακουμπήσεις. Μερικές φορές δεν πηγαίνει και μπουκιά κάτω και σήμερα είναι μια τέτοια μέρα
Να είμαστε καλά, να εφαρμόσουμε τα μέτρα, να περάσει το κακό, να επιστρέψουμε στη ζωή μας. Έτσι πρέπει να γίνει. Υπομονή και προσπάθεια να αλλάξεις την ψυχολογία σου για να μην σπάσουν τα νεύρα σου. Βγαίνεις έξω, περπατάς μια τέτοια ηλιόλουστη μέρα σαν τη σημερινή και δεν τηλεφωνείς σε κανέναν για να περπατήσεις μαζί του, γιατί δεν έχεις καν όρεξη να μιλήσεις με κάποιον δικό σου. Θέλεις να περπατήσεις μόνος σου μήπως και συνέλθεις, μήπως και καθαρίσει το μυαλό σου.
Φτάνεις στα όρια του Ωραιοκάστρου. Σε κανονικές συνθήκες σήμερα θα έφτανες μέχρι το Ωραιόκαστρο, αλλά σταματάς στην Εσπερίδων και νοιώθεις σαν να βρίσκεσαι σε σύνορα, τα οποία δεν μπορείς να παραβιάσεις. Σηκώνεις το ένα πόδι. Το βήμα σου είναι μετέωρο. «Ξέρετε τι είναι σύνορα; Στην οδό Εσπερίδων τελειώνει ο δήμος. Αν κάνω ένα βήμα, είμαι αλλού. Ή Πεθαίνω». Κοιτάς το Ωραιόκαστρο και μειδιάς καθώς αισθάνεσαι πως βρίσκεσαι ξανά στη μεθόριο. Παίρνεις βαθιές ανάσες και γυρίζεις προς τα πίσω.
Κοιτάς τον ήλιο και σου φαίνεται κι εκείνος παράξενος. Κατεβάζεις το βλέμμα σου για λίγο και μετά ξανακοιτάς τον ήλιο. Τυφλώνεσαι, αλλά εσύ συνεχίζεις να τον κοιτάς. Γιατί άραγε; Ψάχνεις να βρεις τους χαρταετούς. Δεν είναι η μέρα τους, αλλά εσύ τους ψάχνεις, τους ψάχνεις μανιωδώς. Όποιος δεν πέταξε χαρταετό, δεν κοίταξε ποτέ του ψηλά. Πήρες λίγες αναπνοές. Ίσως αύριο να είναι καλύτερα.
Υπομονή. Θα περάσει κι αυτό, θα ξημερώσουν άλλες μέρες. Του χρόνου την Αποκριά, η Εσπερίδων μπορεί να μην είναι πια σύνορο!!
Σ.