Στην τελική του ευθεία για τη νέα σεζόν μπαίνει ουσιαστικά απ’ αυτόν το μήνα η διοργάνωση του Τσάμπιονς Λιγκ. Μπορεί το μεγαλύτερο βάρος στη διοργάνωση να δίνεται απ’ το Σεπτέμβρη οπότε και ξεκινάει η φάση των ομίλων, ενώ η έναρξή του γίνεται κάπου στα μέσα Ιούλη με τη συμμετοχή των ομάδων απ’ τις χώρες που είναι χαμηλά στη βαθμολογία της ΟΥΕΦΑ, ωστόσο οι υποχρεώσεις του Αυγούστου για το θεσμό έχουν πάντα τη δική τους βαρύτητα. Και αυτό γιατί έρχεται η ώρα στο… παιχνίδι να μπουν αρκετές απ’ τις ομάδες που θεωρούνται τα βαριά ονόματα της διοργάνωσης και δεν έχουν εξασφαλίσει την απευθείας πρόκριση στους ομίλους, ανεβάζοντας το ενδιαφέρον. Οπως και να έχει, για μια ακόμη χρονιά το Τσάμπιονς Λιγκ αναμένεται να αποτελέσει το… βαρύ χαρτί του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου και φυσικά όχι μόνο για αγωνιστικά ζητήματα αλλά και για εμπορικά.
Η διοργάνωση από καταβολής της, όταν και αντικατέστησε το πάλαι ποτέ Κύπελλο Πρωταθλητριών, μέχρι σήμερα, έχει αποτελέσει το καλύτερο ποδοσφαιρικό προϊόν για την ΟΥΕΦΑ, με τον τζίρο που το συνοδεύει να ανέρχεται σε αρκετά δισ. Απ’ τα μπόνους των ομάδων που συμμετέχουν και ιδιαίτερα αυτών που διακρίνονται, μέχρι τις χορηγικές συμφωνίες, το Τσάμπιονς Λιγκ αποτελεί την… κότα με τα χρυσά αυγά, για διαφορετικούς λόγους για όσους εμπλέκονται. Ωστόσο, παρά τα όποια κέρδη των περισσότερων ομάδων που συμμετέχουν, το… μεγάλο κομμάτι της πίτας δεν παύει να ανήκει σε μια ελίτ ομάδων που συνήθως είναι αυτή που πετυχαίνει τις διακρίσεις και φυσικά κερδίζει και τα περισσότερα. Μπορεί από πλευράς ΟΥΕΦΑ οι όποιες αλλαγές στο θεσμό, με διεύρυνση των συμμετοχών, να έχουν διατυμπανιστεί ως προσπάθεια για το κλείσιμο της ψαλίδας μεταξύ ισχυρών και αδύναμων, ωστόσο η πραγματικότητα φανερώνει μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Οτι το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας ανήκει στους ισχυρούς, οι οποίοι καρπώνονται τα περισσότερα κέρδη. Άλλωστε, απ’ τη φύση της η ίδια η διοργάνωση ως ένα προϊόν άκρατης εμπορευματοποίησης οξύνει τον ανταγωνισμό, με τα λεγόμενα «ισχυρά μαγαζιά» να είναι αυτά που ουσιαστικά κάνουν το… παιχνίδι.
Το πόσο μεγάλη είναι η διαφορά των «πρωταγωνιστών» της διοργάνωσης σε σχέση με τους υπόλοιπους αποδεικνύεται και απ’ τα στοιχεία για τα κέρδη που αφορούν τους νικητές, τα οποία τριπλασιάζονται σε συνδυασμό με τα καθιερωμένα μπόνους που υπάρχουν για τη συμμετοχή στις προκρίσεις, την επίτευξη αποτελεσμάτων (νίκη ή ισοπαλία). Και βέβαια θα πρέπει να σημειωθεί πως λόγω της συνεχιζόμενης αύξησης της εμπορευματοποίησης, με τα καινούργια συμβόλαια των χορηγών, την έλευση νέων πολυεθνικών στο προϊόν, τα ποσά αυτά συνεχώς ανεβαίνουν. Για παράδειγμα, την τριετία 2003 – 2006, οι τρεις νικητές των αντίστοιχων διοργανώσεων (η Πόρτο το 2004, η Λίβερπουλ το 2005 και η Μπαρτσελόνα το 2006) πήραν από 6,6 εκατ. ευρώ για τη νίκη τους στον τελικό, με τους ηττημένους να παίρνουν 3,9 εκατ. Οι επόμενες τρεις νικήτριες (η Μίλαν το 2007, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ το 2008 και η Μπαρτσελόνα το 2009) καρπώθηκαν ελαφρώς περισσότερα χρήματα (7 εκατ.). Στα 9 εκατ. έφτασε η πριμοδότηση για τους τρεις επόμενους τροπαιούχους (την Ιντερ το 2010, την Μπαρτσελόνα το 2011 και την Τσέλσι το 2012) κι ανέβηκε ακόμη περισσότερο (10,5 εκατ. ευρώ) για τις δύο τελευταίες νικήτριες (την Μπάγερν το 2013 και τη Ρεάλ το 2014). Πλέον, την τριετία 2015 – 2018 κάθε τροπαιούχος θα λαμβάνει 15… ζεστά εκατομμύρια ευρώ, ενώ παράλληλα και τα υπόλοιπα μπόνους ανεβαίνουν συνεχώς…
Μπορεί η επιτυχία να φέρνει τον πακτωλό δισ. ευρώ για τις ομάδες που την σημειώνουν, ωστόσο σε μια άκρως ανταγωνιστική διοργάνωση το κυνήγι του κέρδους δεν είναι ανέξοδο. Αντίθετα, χρειάζεται να δαπανηθούν αρκετά χρήματα πριν έρθει αυτή. Και φυσικά αυτά δεν μπορούν να τα δώσουν όλοι. Σύμφωνα με έρευνα από την εταιρεία παροχής συμβουλευτικών και λογιστικών υπηρεσιών «ΚPMG», καμιά ομάδα από το 2011 και μετά δεν έχει κερδίσει το Τσάμπιονς Λιγκ χωρίς να ξοδέψει περισσότερα από 200 εκατ. ευρώ. Τα στοιχεία της έρευνας δείχνουν ότι όλοι οι νικητές της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης από τη σεζόν 2011 – ’12 και μετά έχουν δαπανήσει το προαναφερθέν ποσό. Για παράδειγμα, η φετινή νικήτρια της διοργάνωσης, Μπαρτσελόνα, πλήρωσε σε μισθούς σχεδόν 250 εκατ. ευρώ τη σεζόν 2013 – ’14, ενώ φέτος προβλέπεται να δώσει περισσότερα από 270 εκατ. ευρώ. Το κόστος του αποκλεισμού από τον τελικό είναι τεράστιο. Η έρευνα αναφέρει ότι τρεις από τις τέσσερις ομάδες των φετινών ημιτελικών του Τσάμπιονς Λιγκ είχαν ήδη ξεπεράσει το όριο των 200 εκατ. ευρώ τη σεζόν 2013 – ’14. Απ’ την άλλη, η φετινή φιναλίστ, Γιουβέντους, η οποία κυριαρχεί στην Ιταλία από τη σεζόν 2011 – ’12, είχε έξοδα μισθοδοσίας που δεν ξεπερνούσαν τα 200 εκατ. ευρώ. Το ίδιο συνέβη και με τις φιναλίστ των προηγούμενων ετών, με την Ατλέτικο Μαδρίτης να δίνει τη σεζόν 2013 – ’14 113 εκατ. ευρώ, ενώ ακόμα λιγότερα χρήματα έβγαλε από το ταμείο της η Μπορούσια Ντόρτμουντ, η οποία πλήρωσε σε μισθούς 106 εκατ. ευρώ.
Το Τσάμπιονς Λιγκ από ποδοσφαιρική διοργάνωση έχει εξελιχθεί ουσιαστικά σε μηχανή κοπής χρημάτων! Τα πριμ της ΟΥΕΦΑ στους συλλόγους, κυρίως απ’ το 2003, όταν και υπήρξαν οι μεγαλύτερες αλλαγές στο καθεστώς τους, έχουν εξελιχθεί για την πλειονότητά τους στον μοναδικό στόχο κάθε χρονιάς. Αρκετές είναι αυτές που πλέον έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα το στόχο κάποιας διάκρισης στις εγχώριες διοργανώσεις (π.χ. κατάκτηση τίτλου), αντίθετα αρκούνται σε μια θέση που θα τους δώσει το δικαίωμα συμμετοχής στο Τσάμπιονς Λιγκ της επόμενης σεζόν. Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις, σχεδόν σε όλα τα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, η μάχη γι’ αυτές τις θέσεις, ιδίως αυτών που καθιστούν πιο εύκολο το δρόμο για συμμετοχή στους ομίλους (π.χ. λιγότεροι προκριματικοί γύροι, ευνοϊκή κλήρωση), είναι πιο σκληρή ακόμα και απ’ αυτή για την κατάκτηση του τίτλου. Τα λεφτά απ’ το Τσάμπιονς Λιγκ αποτελούν το σωσίβιο για τους επιχειρηματίες του ποδοσφαίρου, από τα οποία πλέον κρίνεται ολόκληρος ο προγραμματισμός μιας ομάδας. Μάλιστα, ο ανταγωνισμός στις εγχώριες διοργανώσεις για μία θέση που οδηγεί στο Τσάμπιονς Λιγκ αναμένεται να οξυνθεί την επόμενη τριετία, ιδιαίτερα μετά και τις αποφάσεις της ΟΥΕΦΑ για αύξηση των μπόνους. Είναι χαρακτηριστικό πως με τα νέα δεδομένα ακόμα και η συμμετοχή στη φάση των ομίλων για μια ομάδα, και χωρίς καν να πετύχει νίκη ή ισοπαλία (να μείνει δηλαδή χωρίς βαθμούς) θα της αποφέρει απ’ τη νέα σεζόν ένα ποσό που θα αγγίζει τα 12 εκατ. ευρώ, έναντι των 8,6 εκατ. ευρώ που προβλέπονταν σε αντίστοιχη περίπτωση μέχρι τώρα. Σημειώνεται πως σχεδόν μια δεκαετία πριν, μια ομάδα με την πρόκριση στους ομίλους είχε εγγυημένα μόλις (σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα) 3,6 εκατ. ευρώ.