Ταλέντο πολύπλευρο, με εξαιρετικές ικανότητες, ο Δημήτρης Μητρόπουλος ήταν τόσο ο μαέστρος που θαυμάστηκε για τη δύναμη και πρωτοτυπία των ερμηνειών, όσο κι ένας μεγάλος συνθέτης και πιανίστας. Ήταν από τους λίγους μουσικούς, που μπορούσαν να παίζουν πιάνο διευθύνοντας ταυτόχρονα την ορχήστρα – ίσως ο μοναδικός που έπαιζε και, ταυτόχρονα, διηύθυνε τόσο δύσκολα έργα, όπως το «3ο Κοντσέρτο για πιάνο» του Προκόφιεφ. Ακόμα και σήμερα παραμένει φημισμένη η μοναδική του μνήμη, που του επέτρεπε να διευθύνει, ακόμα και στις δοκιμές, χωρίς παρτιτούρες.
Από τη θέση του διευθυντή της Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών, την οποία κατέκτησε πολύ νέος, και μέσα από τη διεθνή του σταδιοδρομία, οδηγήθηκε στη θέση του μουσικού διευθυντή της Συμφωνικής της Μινεάπολις και στη συνέχεια στη θέση του διευθυντή της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης. Υπήρξε αφοσιωμένος υποστηρικτής της μουσικής του 20ού αιώνα και των σύγχρονών του συνθετών. Πάνω από ογδόντα ανέρχονται τα έργα που παρουσίασε σε πρώτη εκτέλεση και πάνω από 2.000 οι συναυλίες που διηύθυνε.
Το 1934 μετά την επίσκεψή του στην Σοβιετική Ένωση, ύστερα από πρόσκληση των Σοβιετικών μουσικών οργανώσεων, ο Δημήτρης Μητρόπουλος ανέφερε στις εντυπώσεις του:
«Αν θα με ρωτήσετε πού θα προτιμούσα να εργάζομαι σαν καλλιτέχνης μουσικός, σας λέω απερίφραστα: Χίλιες φορές στη Ρωσία. Πρόκειται για ένα φαινόμενο ομαδικής καλλιτεχνικής ανόδου ενός λαού που θεωρούνταν ίσαμε προχθές μισοπολιτισμένος και κατάλληλος μόνο για βούρδουλα».
Και στην ερώτηση για το ποια είναι η πρώτη εντύπωση που αποκόμισε από τη νεαρή τότε ΕΣΣΔ, αναφέρει τα παρακάτω:
«…Πλήθος εργάτες, απλά ντυμένοι, με ύφος γελαστό και ανέγνοιαστο. Είναι αυτό το ίδιο το κοινό που ‘χει τη δίψα για το θέατρο και τη μάθηση. Μόλις πέρασα μερικές μέρες μέσα σ’ αυτό τον κόσμο άρχισα να νιώθω πως αυτή η μάζα κρύβει μέσα της πολλά μυστικά και γίνεται από μέρα σε μέρα πιο ενδιαφέρουσα. Μου ‘χε φύγει η πρώτη εντύπωση της οπτικής αντίθεσης Μόντε Κάρλο και Πλατείας του Σταθμού της Μόσχας. Στη Μόσχα έπαιξα σε τρία Κοντσέρτα ως διευθυντής και ως πιανίστας σε κλασική ρωσική και δική μου μουσική. Στο Λένινγκραντ έπαιξα κλασική και νέα σοβιετική μουσική με αρκετά μεγάλη επιτυχία. Οι νέοι καλλιτέχνες είναι αρκετά ανώτεροι από πολλούς μεγάλους καλλιτέχνες της Ευρώπης (…) Το ενδιαφέρον των εργατών για την τέχνη, το θέατρο, τον κινηματογράφο είναι ανεπτυγμένο περισσότερο από όλες τις χώρες. Το θέατρο και οι κινηματογράφοι είναι γεμάτοι κάθε βράδυ. Το κράτος ενδιαφέρεται, μπορεί να ειπεί, εξ ίσου για την κατασκευή ενός εργοστασίου με την ανύψωση του καλλιτεχνικού επιπέδου του κόσμου (…) Οι ορχήστρες και οι θίασοι κατεβαίνουν στα εργοστάσια και παίζουν από τις 2-4, οι δε εργάτες παρακολουθούν με μεγάλο ενδιαφέρον, ιδίως θέατρο».
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Τι είδαμε στη Σοβιετική Ένωση – Αναμνήσεις – Εντυπώσεις», εκδ. «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1968, σελ. 68 – 69).