Πλησιάζοντας προς την 83η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης το ερχόμενο Σαββατοκύριακο, όπου φέτος «τιμώμενη χώρα» είναι οι ΗΠΑ, πολλά γράφονται σχετικά με την «αναβαθμισμένη» αμερικανική παρουσία και τα «μηνύματά» της.
Προβάλλεται ως η πιο σημαντική ΔΕΘ εδώ και δεκαετίες και ως μία «εξαιρετική αναπτυξιακή ευκαιρία» για τη Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα, «σε μια πολύ κρίσιμη συγκυρία». Επιχειρείται μάλιστα να παρουσιαστεί ως το δεύτερο μεγάλο γεγονός – μετά την «έξοδο από τα μνημόνια» – που σχετίζεται με τις δυνατότητες που δημιουργούνται «να αλλάξει το επενδυτικό κλίμα», να «έρθουν νέες επενδύσεις που θα φέρουν νέες θέσεις εργασίας». Και αυτό συνδέεται με την αμερικανική επιχειρηματική «απόβαση», που θα συνοδεύεται από υψηλόβαθμη κυβερνητική αποστολή με επικεφαλής τον υπουργό Εμπορίου των ΗΠΑ, Ουίλμπερ Ρος.
Η παρουσία των συγκεκριμένων εταιρειών έρχεται σε μια περίοδο που η αστική τάξη της χώρας μας επιδιώκει τη «γεωστρατηγική αναβάθμισή» της ως έναν από τους όρους για την ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας, επιδίωξη που περνάει και μέσα από την επιλογή της να γίνει «σημαιοφόρος» των αμερικανοΝΑΤΟικών σχεδιασμών στην περιοχή, για τον έλεγχο των δρόμων μεταφοράς εμπορευμάτων και Ενέργειας.
Υπό αυτό το πρίσμα – όσο και των ευρύτερων σχεδιασμών τους στην περιοχή – χρειάζεται πρώτα απ’ όλα να δει κανείς και το «μήνυμα» που στέλνουν με την παρουσία τους οι αμερικανικοί επιχειρηματικοί όμιλοι στη ΔΕΘ. Εξάλλου, όπως έλεγε πριν από μερικούς μήνες ο Αμερικανός πρέσβης, περιγράφοντας και ως «οικονομική ενδοχώρα» της Ελλάδας τα Βαλκάνια, «η επιστροφή της Ελλάδας στην οικονομική ανάπτυξη θα της δώσει τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί πλήρως τις δυνατότητες του ρόλου της, συμπεριλαμβανομένης της βοήθειας προς τους γείτονές σας στα Δυτικά Βαλκάνια, ώστε να συνεχίσουν την πορεία τους προς τα ευρωατλαντικά θεσμικά όργανα, προς την ένταξη στην ΕΕ και προς το ΝΑΤΟ…».
Κατά τ’ άλλα, με μια σύντομη «ακτινογραφία» της αμερικανικής επιχειρηματικής παρουσίας στη ΔΕΘ μπορεί κανείς να διακρίνει ότι το αμερικανικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται σε κλάδους όπως η Ενέργεια, η Αγροδιατροφή, ο Τουρισμός, η Φαρμακοβιομηχανία και οι λεγόμενες Νέες Τεχνολογίες, καθώς και οι «πράσινες» μπίζνες.
Πρόκειται για κλάδους που προσφέρουν υψηλά ποσοστά κέρδους και έτσι προβλέπεται να προσελκύσουν κεφάλαια και «επενδυτές» από το εξωτερικό, με δεδομένο ότι – όπως έχουν επανειλημμένα επισημάνει ο ΣΕΒ και τα υπόλοιπα αστικά επιτελεία – για την ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας και την αύξηση του ΑΕΠ, που τα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης μειώθηκε κατά 25%, «οι εσωτερικές δυνάμεις δεν αρκούν».
Τα «όπλα» της κυβέρνησης στην προσπάθεια αυτή για την προσέλκυση κεφαλαίων και το άνοιγμα νέων πεδίων κερδοφορίας δεν είναι αμελητέα. Τα συνόψιζε προ μηνών σε ένα από τα ταξίδια του στις ΗΠΑ ο τότε υπουργός Οικονομίας, Δ. Παπαδημητρίου, μιλώντας για τη μεγάλη «δυνατότητα κερδοφορίας, με αξιοποίηση του υψηλά εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού με ανταγωνιστικές αμοιβές», το οποίο, όπως έλεγε, μαζί με τους «πλούσιους υλικούς πόρους» είναι δύο στοιχεία που μπορούν «να στηρίξουν τον τουρισμό, την Ενέργεια, τις εξορύξεις, την αγροδιατροφική βιομηχανία, τις επιστήμες της ζωής, συμπεριλαμβανομένου του φαρμακευτικού κλάδου και των κλινικών δοκιμών, τις εφοδιαστικές αλυσίδες και τις νέες τεχνολογίες». Στα «ατού» αυτά προσέθετε την «πολιτική σταθερότητα και ασφάλεια στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ», σε συνδυασμό με τη «νομισματική σταθερότητα» στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, τη «γρήγορη μετατροπή της χώρας σε ενεργειακό κόμβο για την περιοχή της Ευρασίας», αλλά και την εμπλοκή της χώρας στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, αφού, όπως έλεγε, «οι γεωπολιτικές αλλαγές, μετά από τις κρίσεις σε Βόρεια Αφρική, Μέση Ανατολή και Τουρκία, έχουν μετατρέψει την Ελλάδα σε μια ιδιαίτερα σταθερή οικονομία σε Νοτιοανατολική Ευρώπη και Μεσόγειο».
Ενδεικτική είναι και η πρόσκληση του προέδρου του ΕΒΕΘ, Γιάννη Μασούτη, προς τις αμερικανικές εταιρείες, να «επενδύσουν» εκ νέου στη Βόρεια Ελλάδα, λέγοντας πως «η ελληνική οικονομία κινείται σε ρυθμούς μεταρρυθμίσεων, βελτίωσης των συνθηκών ανταγωνισμού και πάταξης των στρεβλώσεων που αποτελούσαν τροχοπέδη για την ιδιωτική επιχειρηματική πρωτοβουλία (…) Όταν δε ολοκληρωθούν όλα τα έργα που αφορούν τους βασικούς πυλώνες ανάπτυξης (ΟΛΘ, αεροδρόμιο, Έκθεση και Μετρό), η Θεσσαλονίκη θα είναι έτοιμη να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην επιχειρηματική και οικονομική ζωή της χώρας και ευρύτερα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης».