Η Χρύσα γεννήθηκε μία χρονιά που θα μας μείνει αξέχαστη. Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς ήταν το πιο ζεστό καλοκαίρι που έζησα στη ζωή μου. Παρατεταμένος καύσωνας. Ο Γιώτης σε κάθε μέτρημα εφημερίδων σκούπιζε τον ιδρώτα που έτρεχε ποτάμι. Υποφέραμε στην κυριολεξία από τη ζέστη, αλλά πιο πολύ υπέφερε η Γιωργία καθώς η Χρύσα ερχότανε. Εκείνο το καλοκαίρι όμως ήταν μέχρι τότε και το πιο σπουδαίο για τον Ελληνικό αθλητισμό. Τόσο μεγάλη επιτυχία σαν κι εκείνην δεν ξαναέζησε ο Ελληνικός αθλητισμός. Εκείνον τον τελικό τον είδαμε στο σπίτι του Λάκη, στο πατρικό της Χρύσας, και μετά ξεχυθήκαμε στους δρόμους για τους πανηγυρισμούς καθώς η Χρύσα ετοιμαζόταν να έρθει, πράγμα που έγινε τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου.
Οι περισσότεροι σ’ αυτόν τον γάμο έβλεπαν το πολύ κέφι, το πολύ πιοτό, τον πολύ χορό. Από την πρώτη στιγμή όταν ανέβηκα στο σπίτι και είδα το πρόσωπο του Τανγκανίκα ήξερα πως αυτός ο γάμος θα δημιουργεί συνεχώς φορτίσεις και θα γεννάει μνήμες. Έτσι κι έγινε. Όταν άρχισαν να προβάλλονται στη γιγαντοοθόνη φωτογραφίες από τα παλιά ξύπνησαν θύμισες. Φωτογραφίες που έτρεξαν τη μνήμη πίσω σε χρόνια που σχεδόν είχαν ξεχαστεί. Εκείνη η φωτογραφία που η Χρύσα μωρό τραβάει τα γένια του Γιώτη και η άλλη από τον Πλατανιά του Βόλου. Κάπου τις έχω καταχωνιασμένες αυτές οι φωτογραφίες μαζί με πολλές άλλες…
Στον Πλατανιά του Βόλου καλοκαίρι του ενενήντα…
– Θυμάμαι, είπε ο Ανέστης καθώς κάθισα δίπλα του σε κάποια στιγμή του γλεντιού. Το θυμάμαι εκείνο το καλοκαίρι στον Πλατανιά.
– Πού το θυμάσαι; Εσύ ήσουν μωρό.
– Το θυμάμαι. Θέλεις να σου αποδείξω ότι το θυμάμαι;
– Για πες…
– Τότε που εξαφανίστηκε στο βουνό…
– Άκουσες ξανά την ιστορία και νομίζεις ότι το θυμάσαι.
– Όχι. Το θυμάμαι.
Ο Ανέστης τότε ήταν μωρό, αλλά θυμόταν την ιστορία που σφράγισε εκείνες τις διακοπές και που άλλαξε χαρακτήρες και συμπεριφορές. Η Χρύσα δεν ήταν τότε ούτε τριών χρονών. Ήταν με ένα χέρι μονίμως απλωμένο σε όποιον πήγαινε προς τα έξω. Εάν γύριζε στο σπίτι από βόλτα κι εκείνην την ώρα κάποιος έβγαινε, κατευθείαν έκανε μεταβολή αν περπατούσε ή πηδούσε στην αγκαλιά του εάν ήταν σε αγκαλιά, προκειμένου να ξαναφύγει από το σπίτι. Το μυαλό της ήταν στη βόλτα. Ήταν ακόμα η εποχή που τη ρωτούσες πως τη λένε και απαντούσε «Χίχι»! Ήταν κι εκείνος ο συνταξιούχος φιλόλογος στον οποίο νοικιάζαμε και μιλούσε άπταιστα τα Ποντιακά χωρίς να είναι Πόντιος και χωρίς να έχει κανένας από την οικογένειά του ή τον περίγυρό του σχέση με τον Πόντο! Έμαθε τα Ποντιακά όσο ήταν καθηγητής σε περιοχή που ζούσαν Πόντιοι γιατί ήθελε να κρατήσει ζωντανή τη μόνη διάλεκτο της Αρχαίας Ελληνικής που σωζόταν! Έτσι μας είπε εκείνος ο φιλόλογος από το Πήλιο! Για να κρατήσει ζωντανά τα Ποντιακά. Η Χρύσα ήταν η μασκότ εκείνου του ταξιδιού, στο οποίο είδα τον Διογένη πρώτη και τελευταία νομίζω φορά αγριεμένο. Μια φωτογραφία στην αρχή του γάμου που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Και μετά… η Χρύσω, η Ανθούλα…
Όταν έπιασε το μικρόφωνο ο Αλέξης να τραγουδήσει ξεκίνησε με τις ευχές αλλά αναφέρθηκε ιδιαιτέρως στον Λάκη. Είπε πως ο Λάκης ήταν ένας από τους μέντορές του. Το ντουλάπι της μνήμης άνοιξε με τις κουβέντες του Αλέξη. Όντως ο Λάκης ήταν από αυτούς που πίστευαν ότι θα γίνει μεγάλος τραγουδιστής. Ένα συνεσταλμένο ντροπαλό παιδάκι ήταν ο Αλέξης όταν τον πρωτοέφερε ο Λάκης στα γλέντια. Είχαμε συνηθίσει με τον Χρύσανθο και ο Αλέξης μας φαινόταν παράξενα. Το άλλο άκρο από τον Χρύσανθο. Γλέντια ολόκληρα Παρασκευοσαββατοκύριακα. Καθώς τραγουδούσε ο Χρύσανθος κοιμόταν, αλλά όταν ξυπνούσε ήθελε να βρει εκεί τον λυράρη για να συνεχίσει. Μια φορά, Κυριακή μεσημέρι, ο λυράρης έφυγε για να πάει να δει τον αγώνα στο γήπεδο, αλλά δυστυχώς γι’ αυτόν ο Χρύσανθος, που είχε κοιμηθεί στο ντιβάνι στο σαλόνι του Γιώτη ενώ οι υπόλοιποι συνέχιζαν το φαγοπότι, ξύπνησε πριν επιστρέψει και έγινε χαμός. Ο Αλέξης ήταν το ακριβώς αντίθετο από τον Χρύσανθο αλλά κελαηδούσε. Είχε δίκιο ο Λάκης. Ο Αλέξης έγινε μεγάλος τραγουδιστής.
Το παιχνίδι της Χρύσας, όταν ακόμα δεν περπατούσε, ήταν τα γένια του Γιώτη. Τα τραβούσε με τόση δύναμη που θα μπορούσε να τα ξεριζώσει. Με δυσκολία έβγαζες τα γένια από τα χέρια της… Μία βροχερή ομιχλώδης ημέρα βγαλμένη σαν από ταινία του Αγγελόπουλου που ο Λάκης έψηνε τσίπουρα στο κτήμα του Φουντή. Μέσα γινόταν χαμός από το γλέντι. Ο Γιώτης καθόταν μόνος του απ’ έξω σκεπτικός κι εγώ τριγύριζα μέσα στην ομίχλη και στη βροχή σαν χαμένος. Κοιταχτήκαμε πολλή ώρα χωρίς να πούμε τίποτα. Νομίζω βλέπαμε την ίδια ταινία και δεν θέλαμε να τη χαλάσουμε. Μετά βγήκε έξω ο μεγάλος ο Ανέστης. Ήταν η τελευταία φορά που έβλεπα τον Γιώτη γερό…
Πολύς χορός. Πυρρίχιος χορός, ο Λάκης να οδηγεί τον χορό και μπροστά σου η εικόνα από το «Να η ευκαιρία» σαράντα χρόνια πριν. Αλλά κάτι έλειπε. Έλειπαν η Χρύσω και η Ανθούλα. Αφού λοιπόν έλειπαν η Χρύσω και η Ανθούλα έπρεπε να χορέψουν με τη Χρύσα μία άλλη Χρύσω και μία άλλη Ανθούλα. Τις σηκώσαμε λοιπόν να χορέψουν. Κι εκεί που είχαν πάρει θέση η Χρύσα, η Χρύσω, η Ανθούλα και η Γιωργία, μία θεία με το ζόρι κόβει τον χορό και μπαίνει ανάμεσα στη Χρύσω και στην Ανθούλα. Πήγα να εκνευριστώ αλλά με έπιασαν τα γέλια. Μπήκε και η Κίτσα στο χορό σκέφτηκα, αφού το θράσος με το οποίο χώθηκε η θεία μόνο με της Κίτσας το θράσος θα μπορούσε να συγκριθεί, αλλά αφού ήταν μια Κίτσα μπορούσε κι αυτή να σταθεί εκεί. Έσυρε ο Αλέξης λοιπόν τραγουδώντας αυτόν τον περίεργο χορό…
Έλλειπε κόσμος από αυτόν τον γάμο. Κάποιοι έλειπαν γιατί σήκωσαν άγκυρα πριν να οριστεί η ημερομηνία αυτού του γάμου. Έλειπε ο Γιώτης. Του Γιώτη δεν του άρεσαν απλά τα γλέντια. Εκείνος τα έστηνε. Εκείνην την τελευταία φορά στου Φουντή ήταν η πρώτη φορά που ο Γιώτης καθόταν σκεπτικός σε ένα τέτοιο πανηγύρι. Ήταν κι η τελευταία φορά. Άλλοι έλειπαν γιατί δεν πρόλαβαν να έρθουν ή γιατί έχασαν το λεωφορείο. Ήταν ωραίος γάμος. Δύσκολο να θυμηθείς τι είπες και τι χόρεψες μετά από τόσο πιοτό. Η Χρύσα μέχρι το τέλος ήταν σφιγμένη. Ακόμα και την ώρα που φεύγαμε.
– Ευχαριστώ, είπε.
– Γιατί ευχαριστείς;
– Που ήρθατε…
Πρέπει να γέλασα. Δεν ξέρω αν της είπα ότι στο δικό της το γάμο δεν βρισκόμασταν από υποχρέωση. Η Χρύσα είναι κάτι σαν την ιστορία μας γιατί όταν γεννήθηκε εμείς πλέον ήμασταν μεγάλοι, αντιλαμβανόμασταν, θυμόμασταν και ξεκινούσαμε μια πορεία για να αλλάξουμε τον κόσμο αλλά ούτε εμείς καταφέραμε να τον αλλάξουμε μα ούτε κι αυτόν αφήσαμε να μας αλλάξει. Μ’ έκανε και γέλασα με το «ευχαριστώ». Θυμήθηκα τότε που ήταν μωρό και απαιτούσε βόλτα με το ποδήλατο χωρίς ευχαριστώ, παρακαλώ και άλλα τέτοια. Φτάναμε μέχρι τις αθλητικές εγκαταστάσεις. Καθόταν στο σίδερο μεταξύ της σέλας και του τιμονιού γιατί το ποδήλατο ήταν αγωνιστικό και μόνο εκεί μπορούσε να κάτσει. Κι όταν γυρίζαμε πίσω άρχιζε να χοροπηδάει και να τσιρίζει «πελήλατο, πελήλατο» και να αρνείται να κατέβει από το ποδήλατο, οπότε η βόλτα άρχιζε ξανά από την αρχή. Δεν θυμάμαι τι άλλο είπαμε καθώς φεύγαμε. Η Χρύσα ήταν μία προηγούμενη έκδοση του Γιογιάνη καθώς κι εκείνος πολλά χρόνια μετά ανέβαινε στο μηχανάκι και αρνούνταν να κατέβει φωνάζοντας «μηκανή, μηκανή» για να κάνει κι άλλη βόλτα. Ταιριάζουν γι’ αυτό της έχει αδυναμία. Νομίζω πως ξέχασα να της δώσω τα χαιρετίσματά του και να της πω την ατάκα του «γιατί δεν παντρεύτηκε το καλοκαίρι για να είμαι κι εγώ εκεί;».
Θυμήθηκα κι εκείνην την ημέρα που άνοιξαν οι ουρανοί και οι δρόμοι γίναν χείμαρροι. Η Χρύσα ξέμεινε στη Θεσσαλονίκη αλλά έπρεπε να γυρίσει πίσω γιατί χόρευε. Εμείς ξεκινήσαμε από τη Θεσσαλονίκη και ο Λάκης ερχόταν από την άλλη πλευρά για να βρεθούμε στη Βέροια. Αυτοκίνητα σταματημένα στην εθνική οδό στην άκρη του δρόμου, άλλα τρακαρισμένα, ο δρόμος να μην φαίνεται από το νερό, ορατότητα να μην υπάρχει από τη σφοδρή καταιγίδα, η οποία σχεδόν μας πήγε ως την Κουλούρα. Όταν φτάναμε στη Βέροια ο καιρός ηρέμησε και η βροχή σταμάτησε εντελώς. Δεν θυμάμαι εάν τη ρώτησα αν φοβήθηκε. Οι άλλοι όλοι σταματημένοι κι εμείς συνεχίζαμε να κινούμαστε με ανοιχτά τα αλάρμ. Μάλλον πέθανε από τον φόβο αλλά ούτε κι εκείνη ήθελε να σταματήσουμε γιατί έπρεπε να προλάβει να χορέψει. Ο Λάκης ήταν στη Βέροια πριν από εμάς. Πριν φύγω από την αίθουσα του χορού φίλησα την… γιατί στο χείμαρρο συναισθημάτων, που δημιούργησε ο γάμος της Χρύσας και οι εικόνες από τα παλιά, εκείνη είχε μια ιδιαίτερη θέση γιατί ήταν κι εκεινής το πρόσωπο και το βλέμμα ένας λόγος για την ψυχολογική φόρτιση…
Ο λευκός του Φουντή, η μαύρη βότκα, η συγκίνηση του Λάκη, η αφηρημάδα της Γιωργίας, μερικά σφιγμένα πρόσωπα, βοηθούσαν την ατμόσφαιρα να φορτιστεί καθ’ όλη τη διάρκεια του γάμου. Ευτυχώς τα παλαλά του Παναή αποφόρτιζαν την ατμόσφαιρα και δημιουργούσαν κύματα κεφιού και γέλιου! Ένας γάμος που σαν κλειδί άνοιξε το καλά σφραγισμένο βιβλίο της μνήμης! Η Χχ μεγάλωσε και παντρεύτηκε τον Σταύρο για να ζήσουν ευτυχισμένοι και μας έδωσε να καταλάβουμε ότι εμείς παραμεγαλώσαμε.
Ο Χρηστάκης είχε φύγει αρκετή ώρα πριν από εμάς, αλλά ήξερα πως φεύγοντας θα τον έβρισκα μπροστά μου εξαιτίας των όσων είπαμε όταν βρεθήκαμε μέσα στην αίθουσα του χορού. Βγαίνοντας στον προθάλαμο της αίθουσας του χορού για να φύγω τον είδα να στέκεται εκεί μαζί με τον Γιώτη και τον Πέπε σ’ ένα περίεργο αλλά γνώριμο σκηνικό κάπου πολύ μακριά, πάρα πολλά χρόνια πριν και να τραγουδάνε όπως τότε «να ταν τα νιάτα δυο φορές και σιδερένιες οι καρδιές».
Σ.Ι.Μ.