Πριν αρκετά χρόνια δύο ανίψια του Γιάννη, που ήξεραν ότι έχει κάβα με ακριβά κρασιά, τον επισκέφτηκαν και του ζήτησαν να τους ανοίξει μια φιάλη παλαιωμένο κρασί. Ο Γιάννης ξεκίνησε να φτιάχνει εκλεκτούς μεζέδες, γιατί παλαιωμένα κρασιά χωρίς εκλεκτούς μεζέδες δεν γίνεται.
Καθώς τελείωνε την ετοιμασία ο Γιάννης, κατέβηκε στο κελάρι -είχε κι από αυτό- και έφερε, αντί για μία, δύο φιάλες κόκκινο κρασί. Δεν θυμάμαι ακριβώς αλλά ήταν είτε Γεροβασιλείου είτε Χατζημιχάλη είτε και τα δύο. Άνοιξε τις φιάλες ο Γιάννης και πήγε να ολοκληρώσει τους μεζέδες και να τους σερβίρει.
Ο Γιάννης έκανε πέντε έως δέκα λεπτά να ολοκληρώσει τους μεζέδες. Όταν βγήκε να τους σερβίρει βρήκε τις δυο φιάλες κρασί άδειες.
– Καλά ρε μ@λ@κες, τι κάνατε; Ήπιατε τα κρασιά, ρώτησε ο Γιάννης.
– Ε ναι, απάντησαν τα ανίψια του. Γι’ αυτό δεν τα έφερες; Για να τα πιούμε;
– Καλά ρε μ@λ@κες, γιατί δεν μου είπατε πως θέλατε να πιείτε κάτι πολύ και μου είπατε πως θέλατε να πιείτε κάτι καλό; Θα πήγαινα στο σούπερ μάρκετ, θα σας έφερνα δυο κάσες ρετσίνες, να πιείτε να σκάσετε.
Αγγίφς