Σάββατο, 23 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝΕΑΣε κατάσταση ασφυξίας το   Γενικό Νοσοκομείο «Γ. Παπανικολάου»...

Σε κατάσταση ασφυξίας το   Γενικό Νοσοκομείο «Γ. Παπανικολάου»…

… από την υποχρηματοδότηση και τις ελλείψεις.

Μειωμένος κατά 65% ο προϋπολογισμός σε σχέση με το 2009! Τα περισσότερα τμήματα δουλεύουν με το μισό από το προβλεπόμενο προσωπικό.

nosokomeio-papanikolaou-kinhtopoihsh

Το Γενικό Νοσοκομείο «Γ. Παπανικολάου» είναι ανεπτυγμένο σαν τριτοβάθμιο περιφερειακό νοσοκομείο και έχει πολλές μοναδικές κλινικές σε επίπεδο Μακεδονίας και Θράκης.

Για παράδειγμα, έχει καρδιοχειρουργική κλινική που πήρε άδεια να γίνει μεταμοσχευτικό κέντρο, Μονάδα Τεχνητού Νεφρού, Αιματολογική Κλινική και Μονάδα Μεταμόσχευσης Μυελού των Οστών, Μονάδα Γονιδιακής Θεραπείας, τη μοναδική στην Ελλάδα, Τράπεζα Ομφαλοπλακουντικών Μοσχευμάτων, τη μοναδική δημόσια στην Ελλάδα, Αντιφυματικό Κέντρο, Μονάδα Εντατικής Θεραπείας Εγκαυμάτων (ΜΕΘΕ), κ.ά.

Ομως, εξαιτίας της υποχρηματοδότησης και της έλλειψης προσωπικού, η λειτουργία του νοσοκομείου γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη. Η χρηματοδότηση μειώνεται με σταθερούς ρυθμούς και ο προϋπολογισμός για το 2015 είναι μόλις 35 εκ. ευρώ, όταν το 2009 ήταν 99 εκ. ευρώ. Το προηγούμενο διάστημα έκλεισαν κλινικές (π.χ. Α’ χειρουργική, Πνευμονολογική, Παθολογική, συγχωνεύθηκαν η Α’ και Β’ Καρδιολογική) και μειώθηκαν οι κλίνες του νοσοκομείου από 850 σε 650.

Σε ό,τι αφορά το προσωπικό, η διοίκηση του νοσοκομείου παραδέχεται ότι οι ελλείψεις έφτασαν στο «μη περαιτέρω» και ζήτησε την πρόσληψη 235 ατόμων για την κάλυψη επειγουσών αναγκών. Επιβεβαιώνει ακόμα ότι ο μηχανολογικός εξοπλισμός (αγγειογράφος, στεφανιογράφος, αξονικός) βρίσκεται στα όρια ζωής που δίνουν οι εταιρείες και ανά πάσα στιγμή μπορεί να τεθούν εκτός λειτουργίας.

Εξίσου επιτακτική είναι η ανάγκη να επιστρέψουν στη δικαιοδοσία του νοσοκομείου οι οδηγοί που μετακινήθηκαν στο ΕΚΑΒ, προκειμένου να καλύπτονται οι επείγουσες ανάγκες μεταφοράς των ασθενών από κτίριο σε κτίριο, για εξετάσεις, επεμβάσεις, κ.ά. Το νοσοκομείο διέθετε 13 οδηγούς και η διοίκηση παραδέχεται ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς να επιστρέψουν τουλάχιστον 5-6.

Η ανάγκη συντήρησης των κτιρίων, που πλέον καταρρέουν, είναι κι αυτή επείγουσα. Σε πολλά κτίρια έχει μπει σήμανση με κορδέλες, προκειμένου να εμποδίζεται η προσέγγιση πέραν της βασικής εισόδου, καθώς έχει να γίνει συντήρηση από το σεισμό του 1978!

Εκατοντάδες τα κενά

Τα κενά στο προσωπικό, με βάση τον τελευταίο οργανισμό που συντάχθηκε χωρίς να παίρνει υπόψη τις πραγματικές αυξημένες ανάγκες, αγγίζουν το 50%, ενώ από το 2010 δεν έχουν γίνει προσλήψεις. Αυτό οδηγεί σε εντατικοποίηση της δουλειάς που ξεπερνά τα όρια των ανθρώπινων αντοχών. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι τα οφειλόμενα ρεπό συνολικά στους εργαζόμενους του νοσοκομείου είναι περίπου 5.000 ημέρες, ενώ οφείλονται και 400 ημέρες κανονικής άδειας από το 2014.

Από τις 274 θέσεις γιατρών που προβλέπονται, κενές είναι οι 71. Επιχειρείται να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα με την πρόσληψη επικουρικών (συμβασιούχων) γιατρών όμως και αυτό δεν αποτελεί λύση καθώς, ενώ αποκτούν πολύτιμη εμπειρία, στη συνέχεια φεύγουν, επειδή λήγουν οι συμβάσεις τους. Επιπλέον, προσλαμβάνονται και πληρώνονται με βάση τα έσοδα του νοσοκομείου από την εμπορευματική λειτουργία του. Στο νοσοκομείο υπάρχουν σήμερα 10 επικουρικοί γιατροί.

Δραματικά μειωμένο είναι και το υπόλοιπο προσωπικό του νοσοκομείου (νοσηλευτικό, διοικητικό, τεχνικό, παραϊατρικό, κ.λπ.). Στον οργανισμό προβλέπονται 1.360 εργαζόμενοι και εργάζονται 897, δηλαδή 463 λιγότεροι, από τους οποίους οι 228 νοσηλευτικό προσωπικό.

Την εικόνα συμπληρώνουν τα παρακάτω στοιχεία: Σε βοηθητικό υγειονομικό προσωπικό προβλέπονται 120 θέσεις και εργάζονται 64. Στις διοικητικές υπηρεσίες προβλέπονται 114 και εργάζονται 70. Παρασκευαστές προβλέπονται 30 και εργάζονται 20. Στο τμήμα Ραδιολογίας – Ακτινολογίας προβλέπονται 22 και εργάζονται 12. Στην τεχνική υπηρεσία από 71 θέσεις, καλυμμένες είναι οι 35. Στο προσωπικό εστίασης, από τις προβλεπόμενες 42 θέσεις, καλυμμένες είναι οι 17 και στην καθαριότητα από τις 33 καλυμμένες είναι μόλις οι 7.

Και οι τραυματιοφορείς είναι στο 50% της προβλεπόμενης δύναμης, με αποτέλεσμα να δημιουργείται 4 και 5 ώρες αναμονή στα επείγοντα. Συνολικά, από το 2009 μέχρι σήμερα συνταξιοδοτήθηκαν 431 άτομα και μετά τον Αύγουστο αναμένεται νέο μεγάλο κύμα συνταξιοδοτήσεων, καθώς ο μέσος όρος ηλικίας του προσωπικού είναι τα 60 χρόνια για το ιατρικό και τα 53 χρόνια για το νοσηλευτικό.

Νοσηλευτές στα όρια των αντοχών τους

Η εντατικοποίηση της εργασίας επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο, λόγω της χωροταξικής δομής του νοσοκομείου (πολλά και διάσπαρτα κτίρια σε μια τεράστια έκταση). Ετσι κλινικές (π.χ. Παθολογική, Καρδιολογική, Πνευμονολογική) λειτουργούν σε διαφορετικούς ορόφους και χώρους και οι νοσηλευτές με δυσκολία ανταποκρίνονται στις ανάγκες όλων των ασθενών. Στην Πνευμονολογική, επιπλέον, τη νύχτα μια νοσηλεύτρια πρέπει να φροντίσει για 40 περίπου ασθενείς.

Νοσηλεύτριες, το πρωί εργάζονται στο τμήμα με τις χημειοθεραπείες και το μεσημέρι της ίδιας ημέρας κατεβαίνουν στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών για να βοηθήσουν τους συναδέλφους τους. Και εργάζονται σε αυτές τις συνθήκες χωρίς ρεπό μέχρι και 15 συνεχόμενες μέρες. «Αραγε, πόσο ασφαλές είναι για τους ασθενείς να είναι μια νοσηλεύτρια σε δύο ορόφους; Τα λάθη πότε γίνονται; Οταν καλείται ένας εργαζόμενος να υπερβεί τα όρια της ανθρώπινης κόπωσης», λένε οι ίδιες.

Στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών τα τελευταία 2 χρόνια έχει αυξηθεί η προσέλευση των ασθενών και ο αριθμός των εισαγωγών. Το προσωπικό, όμως, στο ΤΕΠ μειώθηκε κατά 4 άτομα. Εμειναν 13 να δουλεύουν σε κυκλικό ωράριο. Σε ένα 24ωρο εφημερίας χρειάζεται να αντιμετωπίσουν περισσότερα από 600 περιστατικά. Αυτό σημαίνει ότι 2-3 νοσηλεύτριες της βάρδιας χρειάζεται να αντιμετωπίσουν περίπου 200 ασθενείς.

Αντίστοιχα εξουθενωτική είναι η κατάσταση και με τους τραυματιοφορείς που έχουν μείνει οι μισθοί από τους προβλεπόμενους στον οργανισμό και οι περισσότεροι από αυτούς αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας λόγω της φύσης της δουλειάς. Στην εφημερία υπάρχουν πέντε τραυματιοφορείς. Όπως λέει η τραυματιοφορέας Ελλη Χατζησάββα,«δεν επαρκούμε. Πολλές φορές για έναν ασθενή χρειάζεται να κάνουμε έως και 4 μεταφορές. Δεν προλαβαίνουμε να εξυπηρετήσουμε και την ίδια ώρα ακόμη και σήμερα υπάρχουν φαινόμενα τακτοποίησης ημετέρων».

Με «μπαλώματα» δεν λύνεται το πρόβλημα

Οι εργαζόμενοι φωνάζουν σε όλους τους τόνους ότι δεν λύνεται το πρόβλημα με επικουρικούς γιατρούς, με εργολαβικές εταιρείες (σε φύλαξη, καθαριότητα, σίτιση, ρουχισμός, ιματισμός, επεξεργασία λυμάτων κ.ά.), με θέσεις μερικής απασχόλησης 6μηνα κ.λπ., που στην πραγματικότητα δεν έρχονται να καλύψουν τις ανάγκες, αλλά να προωθήσουν ταχύτατα την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων.

Διεκδικούν άμεση χρηματοδότηση των νοσοκομείων, άμεση κατάργηση της συμμετοχής των ασθενών (5 ευρώ, 1 ευρώ), άμεση πρόσληψη μόνιμου προσωπικού και καλούν σε συντονισμένο αγώνα. Σε Γενική Συνέλευση που πραγματοποίησαν την περασμένη Τρίτη, αποφάσισαν να προχωρήσουν σε κινητοποιήσεις αμέσως μετά το Πάσχα.

Κλείνουν κλινικές και μεγαλώνουν οι ουρές στα χειρουργεία

Η έλλειψη προσωπικού έχει οδηγήσει σε κλείσιμο κλινικών και μείωση κρεβατιών, σε κλείσιμο χειρουργικών αιθουσών και έχει ως αποτέλεσμα για τους ασθενείς μεγαλύτερο χρόνο αναμονής για εξετάσεις, αλλά και υπερβολικά μεγάλο χρόνο αναμονής για χειρουργεία διαφόρων ειδικοτήτων (πάνω από 5 μήνες).

Για παράδειγμα, η Μονάδα Μεταμόσχευσης Μυελού των Οστών έχει 8 κρεβάτια και ενεργά είναι τα 6, η Α’ ΜΕΘ έχει 19 κρεβάτια και ενεργά είναι τα 15, ενώ και η Β’ ΜΕΘ έχει 12 κρεβάτια και ενεργά είναι μόλις τα 8, τη στιγμή που γίνεται αγώνας δρόμου για να βρεθεί ανάλογο κρεβάτι και να σωθούν ζωές. Μάλιστα, πρόκειται για χώρους ανακαινισμένους, με άρτιο τεχνολογικό εξοπλισμό, που δεν μπορούν να λειτουργήσουν πλήρως.

Επίσης, έκλεισε η μία (Α’) από τις 3 χειρουργικές κλινικές. Κλείνουν αίθουσες χειρουργείων, ενώ θα μπορούσαν σε πλήρη λειτουργία να καλύπτουν εκατοντάδες επιπλέον χειρουργικές πράξεις.

Η Αναστασία Τρικούπη, διευθύντρια Ανοσολογικού και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου, μίλησε για τις ελλείψεις σε προσωπικό και ειδικότερα σε αναισθησιολόγους (από τους 28, απέμειναν στο νοσοκομείο 12 και ενισχύθηκαν με 2 επικουρικούς). Το νοσοκομείο έχει τρία μπλοκ χειρουργείων σε διαφορετικά κτίρια. Οπως είπε, θα έπρεπε να είναι συγκεντρωμένα σε ένα χώρο, κυρίως για λόγους ασφαλείας.

Οι κλινικές δεν μπορούν να έχουν κάθε μέρα διαθέσιμες αίθουσες για χειρουργεία. Για παράδειγμα, η ΩΡΛ και η Οφθαλμολογική μια μέρα τη βδομάδα δεν προγραμματίζουν χειρουργεία. Στο «Πέτρινο» κτίριο υπάρχουν 5 χειρουργικές αίθουσες και δουλεύουν οι 3 και το σηπτικό, όπου δεν χρειάζεται γενική αναισθησία.

«Μειώνουμε τα χειρουργεία για ασφάλεια ώστε να μην χρειαστεί να είναι 1 αναισθησιολόγος ταυτόχρονα σε δύο χειρουργικές αίθουσες. Σήμερα το πρωί, δεν ξεκινήσαμε τα χειρουργεία γιατί δεν υπήρχε νοσηλευτικό προσωπικό. Τελικά μας έστειλαν προσωπικό από άλλο τμήμα. Προσπαθούμε, υπεράνθρωπα, πάνω από ωράρια, ρεπό, δεν κοιτάμε το ρολόι μας».

Ο Κ. Κωνσταντινίδης, νοσηλευτής στα χειρουργεία και μέλος του ΔΣ του Σωματείου Εργαζομένων σημείωσε ότι «η έλλειψη προσωπικού προ κρίσης, ήταν στα όρια ασφαλείας. Τώρα είναι κάτω από το όριο ασφαλείας, επικίνδυνη, λες και βρισκόμαστε σε κατάσταση πολέμου. Η εκάστοτε διοίκηση θέλει να παρουσιάζει θετικό έργο προς την κυβέρνηση και κρύβει την πραγματική εικόνα». Ο Π. Σακελλαρίου, νευροχειρουργός, πρόσθεσε:«Πρόκειται για μεθόδευση και ξέρουμε πού οδηγεί: Στη μετατροπή του δημόσιου χαρακτήρα της Υγείας σε ιδιωτικό. Τα ΝΠΔΔ να γίνουν ΝΠΙΔ και να λειτουργούν με καθαρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια».

Το Κυτταρολογικό Τμήμα λειτουργεί μόνο με έναν επικουρικό γιατρό με σύμβαση ενός έτους. Παλιότερα είχε τρεις ειδικούς γιατρούς και τέσσερις ειδικευόμενους. Πέρα από τις εξετάσεις που πραγματοποιούσε για τις ανάγκες των ασθενών του νοσοκομείου, συνέβαλε στην πρόληψη με τη διενέργεια τεστ ΠΑΠ (σε καθημερινή βάση γίνονταν 120 τεστ ΠΑΠ και εξετάζονταν 300 δείγματα).

Στην Ψυχιατρική Κλινική, οι οργανικές θέσεις γιατρών είναι 6 και έχουν έναν (1) διευθυντή, μία (1) επιμελήτρια, έναν (1) επικουρικό. Οι νοσηλευτές είναι 11 και πολλές φορές δουλεύει ένας στη βάρδια και καλείται να καλύψει τις ανάγκες των ασθενών της κλινικής που λειτουργεί 20 κλίνες.

Αυτό συμβαίνει σε μια περίοδο που εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, έχει αυξηθεί ο αριθμός των ασθενών άρα και των αναγκών για τέτοιες δομές. Παράλληλα, η κλινική καλείται να εξυπηρετήσει περισσότερους ασθενείς, καθώς μπαίνει λουκέτο σε νοσοκομειακές κλινικές των γύρω νομών (π.χ. Γιαννιτσών). Η κλινική με τρεις εφημερίες το μήνα είναι στα όριά της. Και ενώ το 2014 έκανε τρεις εφημερίες, λόγω έλλειψης προσωπικού, τώρα ζητείται από την ΥΠΕ να τις αυξήσει χωρίς να δίνεται η ανάλογη ενίσχυση.

Υπολειτουργούν τμήματα που μπορούν να σώσουν ζωές

Το νοσοκομείο διαθέτει μεγάλη εμπειρία σαν πρώην Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος (τη δεκαετία του 1980 έγινε Γενικό Νοσοκομείο). Τα προηγούμενα χρόνια λειτουργούσαν έξι πνευμονολογικές κλινικές (η μία πανεπιστημιακή) και σήμερα λειτουργούν δύο (η μια πανεπιστημιακή) με το 1/10 των αρχικών κλινών. Σ’ αυτές τις κλινικές πρέπει να νοσηλεύονται όλοι οι ασθενείς, όχι μόνο της Θεσσαλονίκης αλλά και όλα τα δύσκολα περιστατικά από τη Βόρεια Ελλάδα.

Η συρρίκνωση γίνεται σε μια περίοδο που έχει αυξηθεί η πολυανθεκτική φυματίωση (βρίσκεται στο 3,8% από το σύνολο των κρουσμάτων φυματίωσης παγκοσμίως ). Οπως είπε ο Κ. Ζαρογουλίδης, καθηγητής έδρας πνευμονολογίας – φυματιολογίας και διευθυντής της Πνευμονολογικής Κλινικής του ΑΠΘ, «έχουμε το μοναδικό προνόμιο, χώρα της Ευρώπης να έχουμε τόσο υψηλό ποσοστό πολυανθεκτικής φυματίωσης. Ολη η Βόρεια Ελλάδα είναι ανοχύρωτη στην πολυανθεκτική φυματίωση.

Για να κάνουμε διάγνωση είμαστε υποχρεωμένοι να στέλνουμε τα πτύελα των αρρώστων στην Αθήνα με κούριερ και να μαθαίνουμε μετά από 15 μέρες αν ο άρρωστος πάσχει από πολυανθεκτική φυματίωση. Δεν υπάρχει ειδικός χώρος για να νοσηλεύσουμε τους ασθενείς. Δεν έχουν ούτε οι πνευμονολογικές κλινικές της Αλεξανδρούπολης και της Καβάλας. Υπάρχει μόνο το νοσοκομείο “Σωτηρία” στην Αθήνα που διαθέτει θαλάμους με αρνητική πίεση.

Εδώ και χρόνια έχουμε ζητήσει να γίνουν ειδικοί χώροι με αρνητική πίεση για να νοσηλεύονται αυτοί οι άρρωστοι. Επίσης, χρειαζόμαστε ένα μηχάνημα ώστε να κάνουμε εδώ τις εξετάσεις των πτυέλων. Είναι φθηνό, κοστίζει 25.000 ευρώ. Αν σκεφτείτε πόσα πτύελα στέλνουμε στην Αθήνα τα τελευταία τέσσερα χρόνια θα είχαμε αγοράσει το μηχάνημα τουλάχιστον δύο φορές».

Η Χειρουργική Κλινική Καρδιάς – Θώρακος, πήρε άδεια για να γίνει μεταμοσχευτικό κέντρο. Διαθέτει 22 κλίνες από τις οποίες οι 10 της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) και της Μονάδας Αυξημένης Φροντίδας (ΜΑΦ). Ο διευθυντής της κλινικής, Γ. Δρόσος, ανέφερε ότι εξαιτίας των λίγων κλινών, η προεγχειρητική νοσηλεία γίνεται σε άλλες κλινικές.

Ετησίως πραγματοποιούνται 750 επεμβάσεις και όπως λέει, αν προστεθούν 2 γιατροί (ένας καρδιοχειρουργός και 1 αναισθησιολόγος) οι οποίοι θα ενσωματωθούν στην ομάδα μεταμοσχεύσεων, θα μπορούσαν να γίνονται και 1.000 χειρουργεία το χρόνο. Στόχος τους είναι το Νοέμβρη να δημιουργήσουν δική τους λίστα για μεταμοσχεύσεις. Η προσθήκη δύο γιατρών είναι απαραίτητη και το κόστος είναι περίπου 50.000 ευρώ το χρόνο.

Αν αναλογιστεί κανείς ότι μια μεταμόσχευση πνεύμονα στο εξωτερικό υπερβαίνει σε κόστος τις 300.000 ευρώ ανά ασθενή, αντιλαμβάνεται τη σημασία δημιουργίας και στελέχωσης τέτοιων κέντρων στη χώρα μας.

Διαμαρτύρονται γιατροί και νοσηλευτές στις ΜΕΘ

Ο Ν. Καπραβέλος, διευθυντής της Β’ Μονάδας Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), σημειώνει ότι οι οργανισμοί των νοσοκομείων δεν παίρνουν υπόψη τους τις ανάγκες και τη νοσηρότητα του πληθυσμού. Επομένως, το αίτημα για κάλυψη των οργανικών θέσεων δεν σημαίνει ότι θα καλυφθούν οι ανάγκες. Για παράδειγμα, οι ΜΕΘ είναι μονάδες οι οποίες λείπουν από τα νοσοκομεία. Όμως η βασική ανάγκη που έχει ο πληθυσμός σε κρεβάτια εντατικής γράφεται «στα παλαιότερα των υποδημάτων».

Στην Α’ ΜΕΘ υπάρχουν 19 κλίνες από τις οποίες είναι κλειστές οι 5 και στη Β’ ΜΕΘ 12 κλίνες, από τις οποίες οι 4 είναι κλειστές. Συνολικά 9 κρεβάτια κλειστά λόγω έλλειψης προσωπικού. Με τον οργανισμό του νοσοκομείου ενώνονται στα χαρτιά οι Α’ και Β’ ΜΕΘ, που παρεμπιπτόντως βρίσκονται σε διαφορετικά κτίρια. Η απόφαση για συνένωση πάρθηκε τη στιγμή που το νοσοκομείο ανακαίνισε τη Β’ ΜΕΘ, με χρήματα μέσω ΕΣΠΑ και την έκανε μια υπερσύγχρονη μονάδα. Κανένα ΔΣ δεν υλοποίησε αυτό τον οργανισμό, έτσι συνεχίζουν να διατηρούνται οι δύο μονάδες.

Ταυτόχρονα συνεχίζεται η απαξίωση της Β’ ΜΕΘ. Έτσι, ενώ απαιτούνται τουλάχιστον 7 γιατροί και 34 νοσηλεύτριες, για να λειτουργήσουν τα 12 κρεβάτια, η μονάδα είναι στελεχωμένη με δυο μόνιμους γιατρούς, ένα σε απόσπαση και τέσσερις επικουρικούς, δηλαδή προσωρινούς. «Η έλλειψη προσωπικού δεν μας επιτρέπει να λειτουργούμε και τα 12 κρεβάτια, μπορούμε να λειτουργούμε με ασφάλεια τα 8, αλλά χρειάζεται να λειτουργούμε και λειτουργούμε και 9 και 10 βασιζόμενοι στο φιλότιμο των εργαζομένων», λέει ο Ν. Καπραβέλος.

Και οι νοσηλευτές διαμαρτύρονται: «Δουλεύουμε ουσιαστικά με προσωπικό ασφαλείας», λέει η Ασημίνα Κυρομίτη.«Δουλεύουμε τα 8 κρεβάτια με 24 αδελφές από τις οποίες η μια φεύγει με απόσπαση και η άλλη είναι με τρίμηνη σύμβαση. Επιπλέον έχουμε και 3 χώρους για απομόνωση των ασθενών. Το βράδυ δουλεύουμε με 4 νοσηλευτές, κάτω από το όριο ασφαλείας».

Τραυματιοφορέα έχει έναν, μόνο τις καθημερινές και μόνο το πρωί. Προβληματική είναι και η καθαριότητα. Οι ΜΕΘ καθαρίζονται όπως και κάθε άλλη κλινική, δηλαδή μόνο στην πρωινή βάρδια και μόνο τις καθημερινές. Τις υπόλοιπες ώρες και μέρες καλύπτονται με μια καθαρίστρια που έχει ταυτόχρονα την ευθύνη και για άλλα κτίρια.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΕΣΤΕΡΑ