Ο Πανελλήνιος Σύλλογος Διαιτολόγων-Διατροφολόγων, με αίσθημα ευθύνης απέναντι στους πολίτες προσπαθεί να ενημερώνει και να εφιστά την προσοχή τους σχετικά με τα διάφορα τεστ που κυκλοφορούν το τελευταίο διάστημα και υπόσχονται τον εντοπισμό των τροφών που παχαίνουν αλλά και εκείνων που αδυνατίζουν. Πιο συγκεκριμένα, το περίφημο “τεστ δυσανεξίας” υπόσχεται τον εντοπισμό των τροφών εκείνων που μας παχαίνουν αλλά και εκείνων που μας αδυνατίζουν. Για ποια όμως δυσανεξία μιλάμε; Οι πιο πιθανοί σχετικοί όροι είναι η “τροφική δυσανεξία” και η “τροφική υπερευαισθησία”.
Σύμφωνα με την επιστημονική βιβλιογραφία η “τροφική δυσανεξία” αναφέρεται στην διαταραχή της φυσιολογίας του οργανισμού μετά την κατανάλωση κάποιου διατροφικού συστατικού και οφείλεται σε προβλήματα του μεταβολισμού του συστατικού αυτού. Κλασικά παραδείγματα δυσανεξίας, είναι η δυσανεξία στη λακτόζη και η δυσανεξία στη γλουτένη (κοιλιοκάκη). Βιβλιογραφικά δεν υπάρχει καμία έγκριτη αναφορά που να δίνει την ελπίδα ότι ο χειρισμός αυτών των δυσανεξιών θα οδηγήσει σε ελάττωση του βάρους.
Κάποιοι όμως “βαφτίζουν” ως δυσανεξία στις τροφές την “τροφική υπερευαισθησία”, που αναφέρεται σε μια καθυστερημένη αλλεργική αντίδραση προερχόμενη από διατροφικά συστατικά, τα συμπτώματα της οποίας για να εμφανισθούν, μπορεί να περάσουν από μερικές ώρες έως και ημέρες. Στην τροφική υπερευαισθησία εμπλέκεται το ανοσοποιητικό σύστημα και συγκεκριμένα οι ανοσοσφαιρίνες τύπου G (IgG), οι οποίες προσδιορίζονται από τεστ. Οι τροφικές όμως υπερευαισθησίες αποτελούν στην ουσία αλλεργικές αντιδράσεις των τροφών στους ανθρώπους με κλασικότερα συμπτώματα τον κνησμό και τις πεπτικές διαταραχές. Η συμπτωματολογία τους μπορεί να συμπεριλάβει την επιδείνωση χρόνιων φλεγμονών του οργανισμού (π.χ. αρθρίτιδα, χρόνια ρινίτιδα, κλπ) ή να αποτελέσει έδαφος για την ανάπτυξη συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου, δερματοπαθειών κλπ. Σε καμία περίπτωση όμως δεν θα βρούμε επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, που να καταλήγει στο ότι η τροφική υπερευαισθησία, αυτό που κάποιοι εννοούν ως «τροφική δυσανεξία», οδηγεί σε παχυσαρκία και ότι αρκεί να αποβάλλουμε από το διαιτολόγιο τις τροφές που μας υποδεικνύει το τεστ, για να χάσουμε βάρος.
Η θέση του Πανελληνίου Συλλόγου Διαιτολόγων-Διατροφολόγων είναι ότι κανένα εμπορικό τεστ που κυκλοφορεί στην αγορά (τεστ δυσανεξίας, αλλεργίας, DNA, γενετική ανάλυση τροφίμων ή οποιοδήποτε άλλο) δεν αποτελεί αποτελεσματικό μέσο για την ελάττωση του σωματικού βάρους.
Τεστ κβαντικής βιοανάδρασης-βιοσυντονισμού ή δυσανεξία με τηλεμετρική μέθοδο (bioresonance)
Πρόκειται για τεστ που υποστηρίζουν ότι μπορούν να προσδιορίσουν επιβλαβείς τροφές για κάθε οργανισμό, μετρώντας τη σχέση και τη συμβατότητά τους με τα μαγνητικά πεδία των ιστών, βοηθώντας έτσι τον ενεργειακό έλεγχο του σώματος!! Αυτή η «ηλεκτρομαγνητική αντίδραση» στη τροφή μετριέται με κάποιο “υπέρ-εξελιγμένο” μηχάνημα βίο-ανίχνευσης/βιοσυντονισμού που με τα αποτελέσματά του βοηθά τον οργανισμό να “εξισορροπηθεί” και να “θεραπευθεί σε κυτταρικό και οργανικό επίπεδο”.
Στη ουσία πρόκειται για ένα γαλβανόμετρο με ηλεκτρόδια, τα οποία τοποθετούνται σε ορισμένα μέρη του σώματος (συνήθως χέρι). Υποτίθεται ότι έτσι μετρά τη διαφορά της ηλεκτρικής αγωγιμότητας του σώματος σε σύγκριση με αυτή των ερευνούμενων τροφών. Ως βάση δεδομένων, εκχυλίσματα των τροφών αυτών είναι τοποθετημένα σε μια μεταλλική θέση, μέρος του μηχανήματος, από όπου περνά ρεύμα.
Ακόμη και ως θεωρία είναι παρατραβηγμένη αφού η ηλεκτρική αγωγιμότητα του κάθε τροφίμου δεν είναι ποτέ η ίδια και εξαρτάται από πληθώρα παραγόντων (πχ μέγεθος, υγρασία κ.α.)
Το σημαντικότερο είναι βέβαια ότι κλινικές έρευνες από ανεξάρτητες ερευνητικές ομάδες που ασχολήθηκαν με τα ανάλογα τεστ βρήκαν ότι δεν έχουν καμία επαναληψιμότητα αποτελεσμάτων και καμία διαγνωστική αξία.
Μάλιστα το 1999 το Βρετανικό συμβούλιο προτύπων διαφήμισης έκρινε και προειδοποίησε ότι οι υποσχέσεις που έδινε μηχάνημα βιοσυντονισμού ήταν ανυπόστατες και αναληθείς!!!
Τεστ “κλινικής μικροσκοπίας” ή “μεταβολικής οδού” live blood analysis
Με τη βοήθεια ενός απλού μικροσκοπίου, αρκετοί “ειδικοί” υπόσχονται ότι σε μικρό χρονικό διάστημα μπορούν να διαγνώσουν προδιάθεση χρόνιων παθήσεων που ευθύνονται για τα συμπτώματα από τα οποία υποφέρει ο ενδιαφερόμενος και ποικίλουν από πονοκέφαλο, νευρικότητα μέχρι και, μα τι άλλο;…παχυσαρκία βέβαια!
Τρυπώντας το δάκτυλο με μια καρφίτσα, μια σταγόνα αίματος εξετάζεται κάτω από το φως του “υπερμικροσκοπίου” για να προσδιοριστεί η «φθορά» των αιματικών κυττάρων, (ανωμαλίες στην πήξη του αίματος, την οξεοβασική ισορροπία των κυττάρων, σπάνια παράσιτα, οξειδωτικό στρες, ορμονολογικά προβλήματα, δυσανεξίες σε τρόφιμα κλπ). Φυσικά με την κατάλληλη εναλλακτική “θεραπεία” και δίαιτα που χορηγείται από τον ειδικό όλα τα παραπάνω διορθώνονται μαζί και τα συμπτώματά τους.
Αν και ίσως είναι εμφανές πρέπει να τονίσουμε ότι είναι αδύνατον να διαγνωστούν παράσιτα, προβλήματα πήξης αίματος, ορμονολογικά προβλήματα και διαταραχές του μεταβολισμού) από μια σταγόνα αίμα.
Λευκοκυτταροτοξικό τεστ (Alcat ή Νutron test)
Το κυτταροτοξικό ή λευκο-κυτταροτοξικό τεστ αρχικά δημιουργήθηκε την δεκαετία του 50. Αυτό το τεστ γίνεται με λήψη αίματος και χρησιμοποιούνται τα λευκά αιμοσφαίρια, τα οποία αναμειγνύονται με εκχυλίσματα τροφών που έχουν έρθει σε επαφή με ένζυμα του γαστρεντερολογικού σωλήνα. Ύστερα τα λευκά αιμοσφαίρια παρατηρούνται στο μικροσκόπιο και ανάλογα με τις αλλαγές που θα υποστούν μετά την επαφή με τα εκχυλίσματα βγαίνουν και τα ανάλογα συμπεράσματα για τις “δυσανεκτικές” τροφές.
Άλλη μια θεωρία που όπως μαντέψατε ήδη, δεν ευσταθεί και δεν έχει αποδειχθεί ποτέ. Δεν υπάρχει συσχετισμός των αποτελεσμάτων του τεστ όταν συγκρίνονται με επιβεβαιωμένες κλινικές αλλεργίες και καθορισμένες δυσανεξίες από δίαιτες αποκλεισμού. Η αξιοπιστία του τεστ άρχισε κιόλας να κλονίζεται πολύ από την δεκαετία του 1970. Δηλαδή πολύ πριν πλασαριστεί στην Ελλάδα ως ‘πρωτοποριακό’.
Εννοείται βέβαια πώς ακόμη και αν αυτό το τεστ μπορούσε να αναδείξει τροφικές αλλεργίες, πάλι δεν θα μπορούσε να ωφελήσει στην απώλεια βάρους αφού η παχυσαρκία ουδεμία σχέση έχει με την αλλεργία και την ανοσολογική αντίδραση.
Τεστ δυσανεξίας με αντίδραση αντισωμάτων IgG.
Σε αντίθεση με όσα διαφημίζονται για πιο “έγκυρα” τεστ δυσανεξίας με λήψη αίματος, η μέτρηση ανοσοφαιρινών ΙgG (συνήθως ΙgG4) ως αντίδραση σε τροφικά ερεθίσματα είναι μια ανώφελη εξέταση. Η πολυδιαφημισμένη “καθυστερημένη αντίδραση” στις τροφές είναι ουσιαστικά μια φυσιολογική διαδικασία του οργανισμού που συνδέεται με την δραστηριότητα των Τ ρυθμιστικών κυττάρων και την ανοσοανοχή. Οι περισσότεροι άνθρωποι που εκτίθονται επανειλημμένα σε κοινά «τροφικά αντιγόνα» θα παράγουν αυξημένες ποσότητες ΙgG σε σχέση με αυτές των τροφίμων που δεν καταναλώνουν τόσο συχνά. Η αντίδραση ανοσοφαιρινών ΙgG στην τροφή δεν αποτελεί ένδειξη “καθυστερημένης υπερευαισθησίας” ή δυσανεξίας αλλά ένδειξη έκθεσης και ανοσοανοχής στην τροφή.
Η αντίδραση των ανοσοφαιρινών ΙgG στην τροφή δεν συνδέεται με τα συμπτώματα που της καταλογούν διάφοροι “ειδικοί” όπως πονοκέφαλος, ατονία, κούραση, μυικοί πόνοι, φουσκώματα, δυσκοιλιότητα, μειωμένος μεταβολικός ρυθμός κ α. Επίσης, το τεστ δυσανεξίας με χρήση ΙgG έχει αποτύχει στο να προσδιορίσει με επιτυχία υπάρχουσες δυσανεξίες τροφίμων που προκαλούν προβλήματα στο πεπτικό και έχουν ήδη διαγνωστεί με τη βοήθεια δίαιτας αποκλεισμού.
Το πιο ενδιαφέρον σημείο βέβαια είναι ότι νέα δεδομένα αναδεικνύουν ότι η παραγωγή ανοσοφαιρινών ΙgG είναι δείγμα προστασίας του οργανισμού από την ανάπτυξη πραγματικής τροφικής (και μη) αλλεργίας στην οποία εμπλέκονται οι ανοσοσφαιρίνες ΙgΕ. Όχι μόνο δηλαδή δεν αποδεικνύουν τροφική δυσανεξία αλλά και η παραγωγή τους (μέσω της έκθεσης στο τρόφιμο/α που την προκαλεί) είναι χρήσιμη για να προστατευθεί ένα άτομο στο μέλλον από την τροφική αλλεργία!
Όπως αναφέρει και η Ευρωπαϊκή Ακαδημία Αλλεργίας και Κλινικής Ανοσολογίας, τα τεστ “δυσανεξίας” με μέτρηση ΙgG4 δεν έχουν καμία διαγνωστική αξία και γι αυτό το λόγο δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται ως εργαλεία για τη διαχείριση προβλημάτων με την τροφή.